Η Μαρίνα Ψιλούτσικου μας εξηγεί “πώς να κάνουμε το παιδί μας να αγαπήσει το σχολείο”!

Πρόκειται για ένα από τα πιο καλογραμμένα “εγχειρίδια” βοήθειας που έχω διαβάσει. Όταν μου το πρότειναν ήμουν διστακτική και θα το καταλάβετε από την πρώτη ερώτηση που έθεσα στην συγγραφέα Μαρίνα Ψιλούτσικου.

The K-magazine: Κα Ψιλούτσικου, θα ξεκινήσω λίγο  παράδοξα αυτή τη συνέντευξη… μήπως ο τίτλος θα μπορούσε να ήταν “πως θα κάνω το παιδί μου να αγαπήσει το σχολείο!” δηλαδή με θαυμαστικό κι ένα εικονίδιο έκπληξης, αντί για ερωτηματικό;  Κι αυτό το ρωτάω γιατί θεωρώ ότι πρώτα πρέπει να πείσουμε τον εαυτό μας ότι αγαπήσαμε το σχολείο….  για να μπορέσουμε να το μεταφέρουμε στα παιδιά μας, καθώς ο καθένας από εμάς μπορεί να έχει διαφορετικές εμπειρίες!
Μαρίνα Ψιλούτσικου: Έχετε απόλυτο δίκιο. Για να πείσεις οποιονδήποτε να αγαπήσει κάτι, πρέπει πρώτα να έχεις πείσει τον εαυτό σου. Πολλοί γονείς επιχειρούν το παράδοξο, να πείσουν τα παιδιά τους για την αξία και την αναγκαιότητα του σχολείου ενώ ταυτόχρονα δηλώνουν πόσο το μισούσαν οι ίδιοι και πόσο τελικά τα κατάφεραν καλά και χωρίς αυτό. Γι’ αυτό και όποιος διαβάσει το βιβλίο μου θα διαπιστώσει ότι δεν αφορά μόνον τα παιδιά, αφορά τους πάντες. Επιχειρεί να βοηθήσει τους γονείς να δουν οι ίδιοι με μια νέα ματιά τη μάθηση, να της βρουν θέση πρώτα στη δική τους ζωή. Επειδή η μάθηση αφορά τους πάντες και για όσο διαρκεί η ζωή τους.

The K-magazine: Οπότε με τη λογική ότι “αγαπάμε” το σχολείο …ξεκινούμε την  “εκπαίδευση”;
Μαρίνα Ψιλούτσικου: Αγαπάω το σχολείο σημαίνει δεν το φοβάμαι, σημαίνει βρίσκω ότι έχει να μου προσφέρει αξία και δημιουργικότητα, να με κάνει να νιώσω χαρά, υπερηφάνεια, ότι μπορεί να με βοηθήσει να έχω μια καλύτερη ζωή. Η λογική, επομένως, είναι πως το σχολείο είναι ένας σύμμαχος που μας βοηθάει να μάθουμε περισσότερα από όσα ξέρουμε ή από όσα θα μαθαίναμε μόνοι μας. Ξεκινάμε την εκπαίδευση με ερευνητική διάθεση,  με στόχο να αποκομίσουμε από τους δασκάλους, τα βιβλία και τους συμμαθητές μας όσα περισσότερα μπορούμε. Ξεκινάμε το σχολείο, όπως ξεκινάμε ένα ταξίδι. Πάμε να ανακαλύψουμε καινούρια πράγματα, να ζήσουμε καινούριες εμπειρίες, να γνωρίσουμε καινούριους ανθρώπους, να αναπτύξουμε καινούριες σχέσεις.

The K-magazine: Απ ότι κατάλαβα, διαβάζοντάς το, το “σχολείο” ξεκινά από την πολύ μικρή ηλικία …και δεν περιμένουμε μέχρι το δημοτικό ή το νήπιο που ξεκινά η υποχρεωτική εκπαίδευση.
Μαρίνα Ψιλούτσικου: Το σχολείο, η μάθηση δηλαδή, ξεκινάει απ’ την πρώτη μέρα της γέννησής μας. Απ’ την πρώτη μέρα χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις μας για να καταλάβουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας. Και τελειώνει τη μέρα που κόβεται το νήμα της ζωής μας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, συνεχίζουμε να μαθαίνουμε, συνεχίζουμε να ανακαλύπτουμε καινούρια πράγματα. Το σχολείο, η υποχρεωτική ή η συστηματική εκπαίδευση είναι ένα κομμάτι της μάθησης. Εξαιρετικά σημαντικό, κρίσιμο και καθοριστικό, αλλά ένα κομμάτι μόνον. Ένα κομμάτι που για να αποδώσει πρέπει να βρίσκεται σε αρμονία με τα υπόλοιπα κομμάτια της ζωής μας. Κι έχει θέση σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας η συστηματική εκπαίδευση. Αλλάζει πιθανώς η βαρύτητα που έχει και ο χώρος που καταλαμβάνει, αλλά έχει θέση σε όλη τη ζωή μας. Είναι σφάλμα να την αντιλαμβανόμαστε ως μια παρένθεση, ως κάτι που διαρκεί συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και μετά ξεμπερδεύουμε με αυτό, ως κάτι που εκεί στα 20-25 παύει να μας αφορά.

The K-magazine:  Από ό,τι θυμάμαι, ο γιος μου, που είναι τώρα πέντε ετών, απο τότε που ξεκίνησε να μιλά … ξεκίνησαν και οι απορίες. Οκ, κάποιες είναι απλές να τις απαντήσουμε. Τι γίνεται όταν μπαίνει σε ένα πιο ευαίσθητο θέμα; Πώς το αντιμετωπίζουμε;
Μαρίνα Ψιλούτσικου: Προτείνω να το αντιμετωπίσουμε με ειλικρίνεια. Λέμε αυτό που ξέρουμε και αυτό που πιστεύουμε. Αν κάτι μας ξεπερνάει, είτε σε επίπεδο γνώσης είτε σε επίπεδο άποψης, το λέμε. Σε δεύτερο χρόνο, ψάχνουμε να βρούμε περισσότερες πληροφορίες και εμπλέκουμε το ίδιο το παιδί σε αυτή την αναζήτηση. Προτείνω επίσης, όταν πρόκειται για ερώτηση που σηκώνει συζήτηση, να ζητάμε τη γνώμη του παιδιού. Ας μην προκαταλαμβάνουμε ότι δεν έχει. Αν δεν έχει, θα μας το πει. Αλλά ακόμη και τότε, θα μπει στη διαδικασία να σκεφτεί, να προβληματιστεί. Πράγμα που είναι τελικά και το ζητούμενο των πιο σύνθετων ή των πιο ευαίσθητων ερωτημάτων.

Σε ό,τι αφορά θέματα που αποτελούν ταμπού ή βρίσκονται ακόμα υπό συζήτηση, είναι σκόπιμο να αποφύγουμε τον δογματισμό. Αν έχουμε ισχυρή άποψη, πιθανώς έχουμε και ισχυρά επιχειρήματα. Σε αυτή την περίπτωση φυσικά την εκφράζουμε και τη συνοδεύουμε με  τους λόγους, για τους οποίους καταλήξαμε σε αυτήν. Χωρίς, όμως, να προσπαθήσουμε να την επιβάλουμε στα παιδιά. Το ζητούμενο της εκπαίδευσης –και η αντιμετώπιση των ερωτημάτων τους είναι ο τρόπος που εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας- είναι να μάθει ένα παιδί να αξιολογεί τα δεδομένα για να σχηματίσει το ίδιο άποψη.

Υπάρχουν, τέλος, ερωτήσεις για τις οποίες το παιδί δεν έχει πιθανώς το υπόβαθρο ή τις προσλαμβάνουσες  να κατανοήσει τις απαντήσεις. Δεν μπορεί να καταλάβει κανείς τις διαφορικές εξισώσεις, αν δεν ξέρει άλγεβρα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, απαντάμε εν μέρει και υποσχόμαστε να συμπληρώσουμε την απάντηση στο μέλλον. Λέμε ό,τι μπορεί να καταλάβει το παιδί δηλαδή, με τον τρόπο που μπορεί να το καταλάβει και αφήνουμε τις πολύπλοκες λεπτομέρειες για το μέλλον.

exofullo pws na agaphsei to sxoleioThe K-magazine:  Θα ήθελα να μου πείτε πώς αποφασίσατε να γράψετε το βιβλίο;
Μαρίνα Ψιλούτσικου: Ξεκινούν όλα από το ότι η Παιδεία για μένα είναι  βασική αξία, ίσως η βασικότερη μιας κοινωνίας. Είναι το σημαντικότερο δώρο που μπορεί να προσφέρει κανείς στον εαυτό του και σε όσους αγαπάει. Κι ήθελα να έχουν ακούσει τα παιδιά και  αυτή την οπτική. Γι’ αυτό έγραψα το πρώτο βιβλίο μου, το «Ως πότε θα διαβάζω;». Για να βοηθήσω τους μαθητές να προσεγγίσουν το σχολείο χωρίς άγχος, να ασχοληθούν με την ουσία της γνώσης και να αντιληφθούν τη μάθηση ως μια πολύ δημιουργική διαδικασία. Στην πορεία κατάλαβα ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί εύκολα χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη προσέγγιση και από τους γονείς. Το μεγαλύτερο άγχος το έχουν αυτοί, τα περισσότερα ερωτήματα τα έχουν αυτοί. Και γι’ αυτό αποφάσισα να γράψω ένα βιβλίο γι’ αυτούς.

Θα μου πείτε τόσα βιβλία υπάρχουν που λένε στους γονείς πώς να μεγαλώσουν τα παιδιά τους, πώς να τα βοηθήσουν να πετύχουν στο σχολείο και στις εξετάσεις, πώς να γίνουν πιο έξυπνα. Χρειαζόταν ένα ακόμα; Θα σας πω ότι θεωρώ μεγάλο ποσοστό αυτών των βιβλίων μέρος του προβλήματος. Μεγάλο ποσοστό αυτών είναι μονοδιάστατα και δογματικά. Παρουσιάζουν μια πολύ συγκεκριμένη άποψη ως την απόλυτη συνταγή για κάθε παιδί, για κάθε οικογένεια. Και παρουσιάζουν ως τον απόλυτο στόχο, επιμέρους και μάλλον επιφανειακούς στόχους. Κι όλο αυτό είναι ζημιογόνο.

Εκείνο που προσπάθησα να κάνω στο δικό μου βιβλίο είναι να συγκεράσω πολλές απόψεις, να συνθέσω τα ευρήματα πολλών επιστημονικών χώρων και να δώσω μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα του θέματος. Να πω όλη την αλήθεια, όχι ένα μέρος της.  Έγραψα ένα βιβλίο στρατηγικής προσέγγισης της μάθησης, ένα βιβλίο που δεν την εξετάζει αποσπασματικά αλλά ως μέρος της ζωής μας. Γι’ αυτό και στα περιεχόμενα θα συναντήσετε αναμενόμενους τίτλους όπως η βαθμοθηρία και τίτλους απολύτως απρόσμενους όπως το savoir vivre. Διαβεβαιώνω ότι δεν είναι εκτός θέματος, συνδέονται απολύτως.

Μια ακόμη διαφορά του βιβλίου μου είναι πως απέφυγα απολύτως συνειδητά να δώσω έτοιμες λύσεις. Ο στόχος μου είναι να φωτίσω πτυχές του θέματος που ίσως οι αναγνώστες δεν έχουν σκεφτεί, να προβληματίσω σχετικά με απόψεις και συσχετισμούς που δεχόμαστε συχνά άκριτα.  Η μεγάλη μου φιλοδοξία είναι να δώσω εφόδια στους αναγνώστες για να επιλέγουν μόνοι τους το καλύτερο για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Να μπορούν να επιλέγουν συνειδητά κι έτσι να έχουν περισσότερο έλεγχο και λιγότερο άγχος.

The K-magazine:  Μου έκανε εντύπωση που αναλύετε σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου σας τον “φόβο”. Τι ρόλο παίζει στην ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού; Υπάρχει καλός και κακός φόβος;
Μαρίνα Ψιλούτσικου:  Αναλύω τον φόβο επειδή χρησιμοποιείται πάρα πολύ στο χώρο της εκπαίδευσης. Είναι το βασικότερο επιχείρημα γονέων και δασκάλων διαχρονικά. Από την απειλή της σωματικής βίας μέχρι την απειλή του «δεν θα βρεις δουλειά» ή του «δεν θα περάσεις το μάθημα», ο φόβος είναι το ισχυρότερο κίνητρο που παρουσιάζεται στους μαθητές. Και μπορεί σε έναν βαθμό να είναι αποτελεσματικός, αλλά τα αποτελέσματα αυτά είναι επιφανειακά. Αντιθέτως, η ζημιά που κάνει είναι σε μεγάλο βάθος. Διαμορφώνει φοβισμένους ανθρώπους, ανθρώπους που μαθαίνουν να συμμορφώνονται, ανθρώπους που δεν προσεγγίζουν θετικά και δημιουργικά τη ζωή τους, αλλά προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν την απειλή. Ανθρώπους που βλέπουν απειλή εκεί που δεν υπάρχει, ανθρώπους που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης εξαιτίας αυτού του φόβου τους.

Θα θέσω μια ακόμα παράμετρο του φόβου. Εξαιρετικά συχνά, οι γονείς μεταφέρουν στα παιδιά τους δικούς τους φόβους, ανεξαρτήτως αν αυτοί είναι βάσιμοι ή όχι. Το κάνουν με τις καλύτερες των προθέσεων, ακριβώς επειδή οι δικοί τους φόβοι φαντάζουν στο μυαλό τους οι πιο σοβαροί. Και θέλουν πάση θυσία να προειδοποιήσουν τα παιδιά τους, να τα προφυλάξουν από αυτούς. Με αυτόν τον τρόπο όμως, τους απαγορεύουν να ζήσουν, τους απογοητεύουν από τη ζωή πρόωρα και χωρίς λόγο και τους στερούν ευκαιρίες. Δεν λέω να μην τα συμβουλεύουν ή να μην τα ενημερώνουν, να μην επισημαίνουν πιθανούς κινδύνους. Λέω να μην τα φοβίζουν. Δεν είναι το ίδιο.

Με τον όρο «καλός φόβος» υποθέτω πως αναφέρεστε στον ενστικτώδη μηχανισμό προστασίας που αναπτύσσει ο εγκέφαλός μας ώστε να μας προστατεύει από τους κινδύνους. Δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να βρω μεγάλα περιθώρια εφαρμογής ενός τέτοιου μηχανισμού στην εκπαίδευση. Σίγουρα πάντως, δεν μπορεί να είναι το σημείο αναφοράς∙ ούτε στην εκπαίδευση ούτε στη ζωή μας. Σε κάθε περίπτωση, ο φόβος που χρησιμοποιείται ως κίνητρο είναι φόβος που δεν προστατεύει, αλλά φόβος που παραλύει. Είναι φόβος που αποθαρρύνει και περιορίζει. Η μόνη βάσιμη απειλή στο χώρο της εκπαίδευσης είναι η ημιμάθεια. Κι αυτό –τι ειρωνεία!!- είναι το συνηθέστερο αποτέλεσμα που επιφέρει ο «κακός» φόβος και οι απειλές που ανέφερα στην αρχή της απάντησής μου.

The K-magazine: Θεωρώ ότι το αίσθημα που “μαθαίνει” δυστυχώς κάποιος κατά τη διάρκεια της μαθητικής θητείας του, και με άσχημο τρόπο, είναι αυτό της “αποτυχίας”. Πόσο εύκολα μπορεί κανείς  να το διαχειριστεί είτε ως γονιός είτε ως μαθητής;
Μαρίνα Ψιλούτσικου: Χαίρομαι πολύ που κατατάσσεστε την αποτυχία σε αυτά που μαθαίνουμε και όχι στα έμφυτα. Εγώ θα έβγαζα και τα εισαγωγικά. Πραγματικά το μαθαίνουμε, ως μωρά δεν μας απασχολεί. Στην πορεία μαθαίνουμε να κρίνουμε κάθε μας προσπάθεια με on-off κριτήρια. Κι επειδή η απόλυτη επιτυχία που αποζητούμε σπάνια συμβαίνει, περνάμε πολύ καιρό νιώθοντας αποτυχημένοι. Τα πράγματα είναι πολύ πιο σχετικά και πολύ πιο απλά. Εύκολα βέβαια, δεν είναι. Χρειάζεται αυτογνωσία, χρειάζεται γνώση των αξιών και των προτεραιοτήτων μας, χρειάζονται συνειδητές επιλογές. Χρειάζεται να έχουμε πάντα στο μυαλό μας τη μεγάλη εικόνα, να μη χάνουμε το δάσος. Το χρειαζόμαστε για τη δική μας ζωή πρώτα και μετά για να το μεταφέρουμε στα παιδιά μας.

Επιτρέψτε μου να αναφέρω κάτι ακόμα που μαθαίνουμε, κυρίως τα τελευταία χρόνια. Μαθαίνουμε να μην απολαμβάνουμε την επιτυχία μας. Κι αυτό είναι η άλλη όψη της αποτυχίας. Και οδηγεί σε αντικειμενικά επιτυχημένους ανθρώπους που όμως, δεν νιώθουν έτσι. Σε ανθρώπους που πετυχαίνουν όλο και περισσότερα αλλά νιώθουν πάντα ανεπαρκείς. Όταν δεν επιτρέπουμε στους μαθητές να ξεκουραστούν μετά από μια προσπάθεια (τα Σαββατοκύριακα, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, το καλοκαίρι) αλλά τους ζητάμε να χρησιμοποιήσουν αυτό το διάστημα για να συνεχίσουν να προσπαθούν, για να κερδίσουν χρόνο, τότε είναι σαν να μην αναγνωρίζουμε την προηγούμενη επιτυχία τους. Σαν να τους λέμε πως δεν έκαναν αρκετά. Ξέρετε ποτέ δεν κάνουμε αρκετά. Δεν υπάρχει τελικός στόχος. Αν το διαλέξουμε μπορούμε να ξοδέψουμε όλη τη ζωή μας, μπορούμε να πετύχουμε ασύλληπτα πολλά κι ακόμα να μην είναι αρκετά. Επομένως, θα έλεγα πως εκτός από την αποτυχία, γονείς και μαθητές πρέπει να μάθουν να διαχειρίζονται και την επιτυχία.

ΜΑΡΙΝΑ ΨΙΛΟΥΤΣΙΚΟΥThe K-magazine:  Επίσης κάνετε έναν διαχωρισμό στα πρωτεύοντα, δευτερεύοντα ή τριτεύοντα μαθήματα. Πρέπει να γίνεται αυτός ο διαχωρισμός;
Μαρίνα Ψιλούτσικου:  Στον βαθμό που σημαίνει ότι διαφορετικές ομάδες μαθημάτων επιτελούν και διαφορετικό στόχο, έχει νόημα ο διαχωρισμός σε πρωτεύοντα και δευτερεύοντα. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι είναι το ίδιο σημαντικά τα μαθηματικά και η γεωγραφία. Θα πω ψέματα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να παραλείψουμε τη γεωγραφία. Δεν σημαίνει ότι είμαστε εντάξει αν μάθουμε μόνον μαθηματικά. Μπορεί να μην είναι καθοριστική για τη μόρφωση ενός ανθρώπου στον βαθμό που είναι τα μαθηματικά, αλλά είναι συμπληρωματική γνώση, είναι χρήσιμη γνώση.

Χρησιμοποιώ συχνά το παράδειγμα ενός σπιτιού. Δεν  είναι το ίδιο σημαντικά τα θεμέλια ενός σπιτιού με το σοβάντισμα των τοίχων του. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να παραλείψουμε το σοβάντισμα. Δεν σημαίνει ότι είναι προαιρετικό. Καταλαβαίνετε τι λέω;  Έτσι και με τα μαθήματα.  Δεν υπάρχουν προαιρετικά. Δεν υπάρχει μάθημα στο πρόγραμμα σπουδών που να ‘ναι διακοσμητικό. Χρειάζονται όλα, το καθένα για να επιτελέσει το συγκεκριμένο ρόλο του και όλα μαζί για να βάλουν τις βάσεις πάνω στις οποίες θα χτίζουμε κάθε μέρα τη μόρφωσή μας.

Σε ό,τι αφορά τα μαθήματα για τα οποία διάλεξα τον νεολογισμό «τριτεύοντα», θα πω ότι το έκανα σκωπτικά.  Αναφέρομαι στα καλλιτεχνικά και στη φυσική αγωγή που συχνά βρίσκονται στο περιθώριο του προγράμματος σπουδών και οριακά στην ίδια θέση με το διάλειμμα. Με σοκάρει το γεγονός ότι η φυσική αγωγή δεν ανήκει στα απολύτως πρωτεύοντα μαθήματα. Με σοκάρει το γεγονός ότι ως κοινωνία θεωρούμε πως το να μάθουμε για το σώμα μας και την υγεία μας, το να μάθουμε πώς να σεβόμαστε και πώς να φροντίζουμε το σώμα μας δεν είναι πρωτεύουσας σημασίας, δεν είναι καν αντικείμενο της βασικής μας εκπαίδευσης. Με σοκάρει που δεν υπάρχουν πολλές ώρες θεωρητικής εκπαίδευσης για τη φυσική αγωγή. Που δεν μαθαίνουμε να στεκόμαστε, να καθόμαστε, να σηκώνουμε βάρη… που δεν υπάρχουν μαθήματα για τη διατροφή, για τις πρώτες βοήθειες, για τον ύπνο. Με σοκάρει που στον 21ο αιώνα θεωρούμε πως το μυαλό είναι ανώτερο του σώματος. Αντίστοιχα έχω να πω και για τα καλλιτεχνικά, που αφορούν την ψυχή μας, αφορούν την αισθητική μας. Είναι σοκαριστικό να μη θεωρούμε την ψυχή μας ισάξια με το μυαλό μας.

Ειλικρινά πιστεύω πως πολλά από τα σύγχρονα κοινωνικά μας προβλήματα θα αμβλύνονταν αν η ψυχή και το σώμα μας έμπαιναν σε ισότιμη θέση με το μυαλό. Είμαστε και τα τρία ταυτόχρονα. Κι όταν παραμελούμε κάποιο, μας εκδικείται στερώντας μας την ισορροπία.

The K-magazine:  Αναφέρεστε  στην επιρροή της τηλεόρασης και του διαδικτύου, καθώς υπάρχουν έντονα -και σε κάποιες περιπτώσεις πολύ έντονα- στην καθημερινότητα των παιδιών ή μάλλον των “εξερευνητών”, όπως τα αποκαλείτε, μικρών και μεγάλων….Θέλετε να μας δώσετε τη δική σας πλευρά;
Μαρίνα Ψιλούτσικου:  Εγώ την αγαπώ την τηλεόραση και της χρωστάω. Ως παιδί μου έχει μάθει, με έχει διασκεδάσει, με έχει συγκινήσει, με έχει ταξιδέψει και μου έχει κάνει παρέα. Τα κάνει ακόμα όλα αυτά. Η καλλιέργειά μου (ναι, την εννοώ τη λέξη) θα ήταν πολύ φτωχότερη χωρίς την τηλεόραση. Επίσης, κατά καιρούς με έχει αδρανοποιήσει… αλλά δεν φταίει αυτή, φταίω εγώ που δεν την έκλεισα, φταίω εγώ που δεν βρήκα κάτι καλύτερο να κάνω.  Ίσως, πάλι, να την είχα ανάγκη εκείνη την αδράνεια κι η τηλεόραση απλώς να μου κρατούσε παρέα. Δεν μπορούμε να ‘μαστε πάντα στα κόκκινα. Χρειάζονται και τα βήματα πίσω, χρειάζεται να ανακτούμε δυνάμεις.

Θέλω να πω ότι η τηλεόραση είναι ένα ισχυρότατο μέσο επικοινωνίας, ενημέρωσης και διασκέδασης, πολύτιμο για όλους μας. Το πόσο καλά το χρησιμοποιούμε είναι στο χέρι μας. Το πόσο καλά μαθαίνουμε στα παιδιά να το χρησιμοποιούν, είναι επίσης στο χέρι μας. Το πόσες και πόσο καλές εναλλακτικές θα έχουν τα παιδιά μας, είναι επιλογή μας. Το πόσο κριτικά στεκόμαστε εμείς και τα παιδιά μας απέναντι στην τηλεόραση, είναι κι αυτό επιλογή μας. Γενικώς, οι απαγορεύσεις και οι αυστηροί περιορισμοί που δεν εξυπηρετούν παρά μόνον την αυστηρότητά τους, δεν με βρίσκουν σύμφωνη.  Όπως δεν με βρίσκουν σύμφωνη και διλήμματα του τύπου «τηλεόραση ή βιβλίο» ή «τηλεόραση ή βόλτα». Δεν είναι πραγματικά διλήμματα επειδή η τηλεόραση και οι άλλες δραστηριότητες δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενες, είναι συμπληρωματικές. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη συνυπάρχουν. Αντίθετα, όσο περισσότερες επιλογές τόσο καλύτερα. Οι αναλογίες είναι θέμα στιγμής και θέμα προσώπου. Και αλλάζουν, δεν παραμένουν ίδιες για πάντα.

Για το διαδίκτυο τι να πω! Η προσφορά του στη γνώση είναι συγκρίσιμη μόνον με την ανακάλυψη της γραφής και της τυπογραφίας. Σκεφτείτε το. Έχουμε πλέον στο κινητό μας όλη τη γνώση του κόσμου. Με ένα τόσο δα μικρό πραγματάκι, μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες. Ε, τι άλλο να προσφέρει μια τεχνολογία για να τη βάλουμε στη ζωή μας και να τη θεωρήσουμε χρήσιμη;

The K-magazine: Ποιά είναι τα σημεία που θα πρέπει να προσέξει ένας γονιός όταν ένα παιδί ξεκινά τις ερωτήσεις;
Μαρίνα Ψιλούτσικου:  Θα έλεγα να μην τις απαξιώσει,να μην απαξιώσει την ερευνητική διάθεση του παιδιού του. Να τις αντιμετωπίσει με σοβαρότητα και ενδιαφέρον, να τις δει ως έναν από τους τρόπους που έχει το παιδί του για να καταλάβει τον κόσμο και για να μάθει. Πολλές φορές γίνονται μόνο και μόνο για να ανοίξει κουβέντα το παιδί με τους γονείς του. Δεν περιμένει απαραίτητα συγκεκριμένες απαντήσεις. Είναι τροφή για σκέψη και συζήτηση. Βλέπει κάτι που του κάνει εντύπωση ή σκέφτεται κάτι και το μοιράζεται υπό μορφή ερώτησης με τους γονείς του. Είναι μια ευκαιρία για τους γονείς να οικοδομήσουν τη σχέση τους με τα παιδιά τους, να περάσουν χρόνο μαζί τους, να μοιραστούν σκέψεις και συναισθήματα.

Θα έλεγα επίσης να μην έχουν το άγχος της σωστής απάντησης. Έτσι κι αλλιώς, ελάχιστα ερωτήματα έχουν μία σωστή απάντηση. Ας το αποβάλουν αυτό το άγχος όχι μόνο για χατίρι τους, αλλά κι επειδή είναι το καλύτερο παράδειγμα για τα παιδιά τους. Κι αν κάτι δε ξέρουν, ας το πουν. Είναι το φυσιολογικό να μην ξέρεις κάποιες φορές. Το μη φυσιολογικό είναι να ξέρεις πάντα. Είχα διαβάσει σε ένα υπέροχο βιβλίο, στο Think like a freak, ότι τελικά οι λέξεις που δυσκολεύονται περισσότερο οι άνθρωποι να προφέρουν δεν είναι το «Σ’ αγαπώ», όπως συχνά λέμε, αλλά το «Δεν ξέρω».  Και δεν μπορώ να καταλάβω, όπως και οι συγγραφείς, γιατί έχουμε ενοχοποιήσει τόσο πολύ αυτό το απολύτως φυσιολογικό «δεν ξέρω»!! Είναι η αφετηρία της γνώσης και της ανακάλυψης!

The K-magazine:  Αλήθεια υπάρχουν “χαζές ερωτήσεις” ή “χαζές απαντήσεις”, καθώς πιστεύω ότι αυτό είναι ένα από τα άγχη των γονιών….
Μαρίνα Ψιλούτσικου:  Φοβάμαι ότι οι «χαζές» ερωτήσεις είναι συχνά οι πιο γνήσιες και οι πιο δύσκολες να απαντηθούν. Συχνά οι «χαζές» ερωτήσεις μας προκαλούν να επανεξετάσουμε μια παγιωμένη αντίληψη, κάτι που το μάθαμε ως δεδομένο αλλά δεν ρωτήσαμε ποτέ γιατί. Τα παιδιά που δεν έχουν τίποτα ως δεδομένο, κάνουν πολλές τέτοιες ερωτήσεις. Κι είναι η μεγάλη ευκαιρία των γονέων να μάθουν μέσα από αυτές. Μέσα από την κριτική στάση των παιδιών τους να ελέγξουν αν αυτά που θεωρούν δεδομένα είναι πράγματι έτσι και κυρίως να ανακαλύψουν ή να θυμηθούν γιατί. Αυτό σημαίνει να μάθουν να βλέπουν μέσα απ’ τα μάτια των παιδιών τους, αυτή είναι η φρέσκια ματιά τους. Δυστυχώς πολλοί γονείς τις απαξιώνουν αυτές τις ερωτήσεις. Δυο φορές δυστυχώς, το κάνουν και πολλοί δάσκαλοι.

Θα θέσω μια ερώτηση στους αναγνώστες σας που πολύ συχνά κάνουν τα παιδιά. Απολύτως χαζή. Ρωτάνε: «Γιατί να πάω στο σχολείο;»  Αν η απάντηση είναι για να βρει δουλειά ή κάτι αντίστοιχα πρακτικό, θα την αλλάξω λίγο. Θα ρωτήσω: « Αν κάποια οικογένεια έχει δισεκατομμύρια και τα παιδιά της δεν χρειάζεται να εργαστούν ποτέ, γιατί πρέπει να πάνε στο σχολείο; Αν πρέπει.»  Ας πάρει, τώρα, ο καθένας τους λόγους που ανέφερε και ας αναλογιστεί πόσους από αυτούς εξυπηρετεί ο τρόπος που ζητάει από τα παιδιά του να προσεγγίσουν τη μάθηση και το σχολείο.

Κι επειδή αντιλαμβάνομαι ότι το άγχος των γονέων αφορά τις «χαζές» ερωτήσεις μέσα στη σχολική τάξη, θα πω ότι και σ’ αυτό το πλαίσιο οι «χαζές» ερωτήσεις είναι συχνά οι πλέον τολμηρές και ενδιαφέρουσες. Αλίμονο στον δάσκαλο που δεν τις εκτιμάει!  Όσο για τις χαζές απαντήσεις, νομίζω πως υπάρχουν. Είναι οι απαντήσεις που παπαγαλίσαμε! Μόνον γι’ αυτές θα ανησυχούσα.

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Μαρίνα Ψιλούτσικου έχει διδακτορικό στη Στρατηγική των Επιχειρήσεων και διδάσκει στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άρθρα της έχουν παρουσιαστεί σε διεθνή συνέδρια και περιοδικά, καθώς και στον Τύπο. Ασχολείται με το life coaching σε θέματα εκπαίδευσης και καριέρας. Όραμά της είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους να διαχειριστούν την πολυπλοκότητα της σύγχρονης καθημερινότητας, αξιοποιώντας τις επιστημονικές αρχές της Στρατηγικής και της Λήψης Αποφάσεων. Γράφει στο Cool School (https://psiloutsikou.wordpress.com/) και στο Lifestrategy (https://lifestrategyblog.wordpress.com/). Μέσα από το edx και το Coursera, συνεχίζει τις σπουδές της στα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου – παραμένοντας μαθήτρια για πάντα. Τη συναντάτε: • στο Facebook ως Marina Psiloutsikou • στο Twitter ως mpsilout • στο LinkedIn ως Marina Psiloutsikou. Μπορείτε να επικοινωνήσετε μαζί της στην ηλεκτρονική διεύθυνση [email protected].

Το βιβλίο “πως θα κάνω το παιδί μου να αγαπήσει το σχολείο!” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ

You may also like