“Μπαμπά, μη δουλεύεις πολύ!”

dad boyΦαίνεται ότι η πολλή δουλειά δεν… τρώει μόνο τον αφέντη αλλά και το γιο του. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Marriage and Family, σύμφωνα με την οποία οι γιοι των μπαμπάδων που εργάζονται πολύ (είναι αυτό που λέμε εξαρτημένοι από τη δουλειά τους- workaholic) έχουν περισσότερα προβλήματα συμπεριφοράς σε σχέση με τα αγόρια των μπαμπάδων που δεν δουλεύουν τόσες ώρες.

Πιο συγκεκριμένα, τα αγόρια ηλικίας 5 έως 10 ετών των οποίων οι πατέρες εργάζονται περισσότερες από 55 ώρες την εβδομάδα καταγράφουν αυξημένα επίπεδα επιθετικής συμπεριφοράς. Όπως δηλώνει ο Jianghong Li, ερευνητής στο Κέντρο Ερευνών Κοινωνικών Επιστημών WZB του Βερολίνου, « αυτό το εύρημα είναι σημαντικό διότι η προηγούμενη έρευνα που έγινε στους μπαμπάδες ήταν περιορισμένη».

Η επίδραση της σκληρής εργασίας των πατέρων φαίνεται, ωστόσο, ότι δεν είναι η ίδια στα κορίτσια. Στην Αυστραλία, ένα 16-20% των μπαμπάδων εργάζεται πάνω από 55 ώρες την εβδομάδα. Οι επιστήμονες συγκέντρωσαν δεδομένα από 1440 παιδιά ηλικίας 5 ετών, 1400 ηλικίας 8 και 1360 ηλικίας 10 ετών. Ένας γονιός, συνήθως η μητέρα, συμπλήρωσε τα ερωτηματολόγια της έρευνας. Είναι πιθανό τα κορίτσια να αντιμετωπίζουν πρόβλημα με την εργασιομανία του μπαμπά τους αργότερα στην ανάπτυξή τους.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι τα παιδιά είναι πιθανό να αντιμετωπίζουν προβλήματα συμπεριφοράς αν δεν έχουν την απαιτούμενη σχέση (αλληλεπίδραση) με τον γονιό του φύλου τους.

mother sonΜπορεί επίσης οι μητέρες οι οποίες δεν απολαμβάνουν τη στήριξη του συντρόφου τους στο μεγάλωμα του παιδιού τους να μην είναι τελικά τόσο διαθέσιμες σε αυτό. Αν και η έρευνα διενεργήθηκε στην Αυστραλία, το πρόβλημα μπορεί να είναι εντονότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου, σύμφωνα με τη Li, το οικογενειακό δίκτυο είναι πιο αδύναμο ενώ μεγάλος αριθμός μαμάδων δουλεύουν εκτός σπιτιού. «Στους μπαμπάδες θα πρέπει να δοθούν κίνητρα ώστε να μην εργάζονται πολλές ώρες αλλά, αντίθετα, να μοιράζονται τις γονεϊκές τους υποχρεώσεις», επισημαίνει η Li στο LiveScience.

Πηγή: Discovery Health

You may also like