Τα σουβλάκια της οργής, από την Κατερίνα Καραβάτου

Και η ιστορία έχει ως εξής: το μπεμπιό έχει κοιμηθεί μετά από μια άκρως κουραστική μέρα, αμέσως μετά το γάλα της (σαμπάνιες ανοίγουν, βεγγαλικά αστραύτουν στον ουρανό, ο Τζέιμς Μποντ προσγειώνεται με τη βασίλλισα Ελισάβετ στο μπαλκόνι μας, κανονιοβολισμοί ακούγονται από τον Λυκαβηττό και άλλα παρόμοια εορταστικά…)
Τέτοιο άγχος και χτυποκάρδι για να κοιμηθεί και τέτοια αγαλίαση όταν τελικά το καταφέρνουμε, έχω να νιώσω από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πανελληνίων εξετάσεων (κι αυτό έγινε μια φορά, πριν από πολλά χρόνια).

Μιλάμε τώρα για μεγάλες στιγμές όχι αστεία!

Εδώ και μια εβδομάδα το μωρό έχει εντελώς αποσυντονιστεί και προκειμένου να ακολουθήσω τη συμβουλή του γιατρού και να την αφήσω να κλαίει μέχρι να εξαντληθεί, ώστε και να την πάρει έτσι ο ύπνος – επίσης προσπαθώ να τα καταφέρω με όλους τους υπόλοιπους τρόπους που μου έχει πει η κουμπάρα μου η Έφη, η κουμπάρα μου η Σμαράγδα, η κουμπάρα μου η Γιούλη, η Λένα η κουμπάρα της φίλης μου της Έλενας, η Αλέξια που είναι ψυχολόγος και της έχει βαφτίσει ο Κρατερός το γιο (δηλαδή κουμπάρα κι αυτή), η άλλη κουμπάρα μου η Γιούλη που έχει δύο κι ένα της αδελφής της τρία, η κουμπάρα μου η Λήδα (ναι, είναι γεγονός έχω πολλές κουμπάρες) που έζησε τον εφιάλτη ένα βράδυ από κοντά, η ψυχοθεραπεύτρια που ρώτησα επί τούτου, η Μαίρη που έχει δίδυμα, η Τούλα, της οποίας ο γιος κοιμάται μόνος του μονορούφι από την τρίτη εβδομάδα, η ξαδέρφη μου η Χριστίνα που έχει μεγαλώσει δυο παιδιά και κάτι καλύτερο θα ξέρει, η φίλη μου η Νόνη που επίσης μεγαλώνει δυο παιδιά και είναι πιο αποφασιστική και γενικά όποιος μιλάει ελληνικά και βρίσκεται σε ακτίνα «βολής» (εν ολίγοις όσοι με γνωρίζουν και κάνουν το λάθος να μου μιλήσουν πάνω από πέντε λεπτά – γιατί δεν είμαι αγενής, δεν τους βασανίζω κατευθείαν, πρώτα ρωτώ αν είναι καλά κι όταν σιγουρευτώ ότι δεν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα, τότε χτυπάω στο ψαχνό!).

Ένα απ αυτά που ακούσαμε και μας πήγε και ως ιδιοσυγκρασία αν το θες, ήταν οι βόλτες με το αυτοκίνητο. Την προηγούμενη Τετάρτη που έκανε και κρύο, τη βάλαμε στο αυτοκίνητο και την φτάσαμε μέχρι την Κηφισιά. Εκεί έκλεισε τα ματάκια της κι εμείς για να το γλεντήσουμε που η Αέλια δεν πλάνταξε στο κλάμα (μας έχει πολύ καλομάθει και δεν αντέχουμε να ακούσουμε ούτε κιχ) πήραμε από ένα παγωτό χωνάκι. Καθόμασταν έξω από το αυτοκίνητο, εκεί στην πλατεία – με το ένα μάτι στο καθισματάκι, με το άλλο στις βιτρίνες έτοιμο να αποκοληθεί από κάτι ανδρικά παπούτσια που στοίχιζαν 2900 ευρώ – κι αισθανόμασταν ότι αξίζουμε κάποιο ειδικό βραβείο «επιτυχίας ύπνου» ή «μη ταλαιπωρίας νηπίου» ή «αποφυγής κλάματος στην κούνια» και χαμογελούσαμε σα χαζοί, πράγμα όχι σπάνιο αν μας έχει δει κάποιος πάνω από δέκα φορές (και πολλές έβαλα).

Την επομένη, ήμουν μόνη στο σπίτι κι έπρεπε να τα βγάλω πέρα εγώ με το «τέρας» – όπου τέρας η διαδικασία κι ουχί το αγαπημένο μου! Απο το πρωί που ξύπνησα είχα το άγχος του τι θα γίνει το βράδυ, αν θα τα καταφέρω, αν θα κοιμηθεί, μήπως πρέπει να τη αφήσω τελικά να κλαίει για να συνηθίσει και «για να μην με κάνει ό,τι θέλει» και όλα αυτά που ακούω τις τελευταίες μέρες κι έχουν κάνει το κεφάλι μου να μοιάζει με ωρολογιακό μηχανισμό που έχει μπλοκάρει κι ενώ θέλει να εκραγεί δεν το αφήνει η λάθος συνδεσμολογία. Κι έρχεται το βράδυ, και πίνει το γάλα της και τη βάζω στο κρεβάτι της και ανοίγει τα μάτια της και της λέω «αγάπη μου τώρα θα κοιμηθείς» κι αυτή τα κλείνει και κοιμάται. Οι σφυγμοί μου μετά από πρόχειρη καταμέτρηση είναι 179, έχω ταχυπαλμία, ελαφριά δύσνποια και τάση προς λιποθυμία. Βγαίνω από το δωμάτιο με τέτοια δεξιοτεχνία που ακόμα και νίντζα θα τη ζήλευαν και πάω στο σαλόνι. Παρακολουθώ από την κάμερα ότι όλα πάνε κατ’ ευχήν. Εκείνη την ώρα μπαίνει μέσα ο Κρατερός. Του διηγούμαι, μη έχοντας συνέλθει ακόμα καλά καλά, τι έχω κάνει και αρχίζουμε να χοροπηδάμε αλλά σε σίγαση. Δε θέλουμε και να προκαλέσουμε τη μοίρα μας!!!

-Να το γιορτάσουμε, μου λέει.
-Να το γιορτάσουμε, του λέω.
-Πως, με ρωτάει.
-Μήπως να κοιμόμασταν, του απαντώ.
Με κοιτά με απογοήτευση.
-Θα θελα κάτι άλλο, μου λέει με χαρά.
-Σαν τι, του λέω εγώ.
-Χρειάζομαι πρωτεϊνη μου λέει (ο οργανισμός του Κρατερού όταν χαίρεται χρειάζεται επιβράβευση ζωικής πρωτεϊνης. Το χεις ξανακούσει ποτέ αυτό; Ούτε εγώ).
-Τέλεια, του λέω, αλλά έχουμε αρακά.
-Τέλεια, μου λέει, να παραγγέναμε απ έξω…?
-Τι;
-Σουβλάκια, λέμε κι οι δυο με μια φωνή.

Η παραγγελία δόθηκε εν ριπή οφθαλμού με απαραίτητη διευκρίνιση:
ΜΗ ΧΤΥΠΗΣΕΤΕ ΘΥΡΟΤΗΛΕΦΩΝΟ. ΚΑΝΤΕ ΜΑΣ ΜΙΑ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΗ. ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΟΒΑΡΟΣ ΛΟΓΟΣ!!!!
Καθαρά πράγματα. Αντρίκιες κουβέντες.

Exhibit #1, το θλιμμένο σουβλάκι την επόμενη μέρα, δια του λόγου το αληθές

Είκοσι λεπτά μετά, το θυροτηλέφωνο χτύπησε ούτε μια, ούτε δύο, αλλά τρεις φορές. Και η μια αρκετή ήταν, αλλά αναφέρω και τις άλλες δύο έτσι για την ιστορία.
Το μόνο που θυμάμαι είναι εμένα με την Αέλια στο κρεβάτι, τον Κρατερό να τρώει στην τραπεζαρία στο αθόρυβο για να μην ενοχλήσει και το σουβλάκι μου να κοίτεται εκεί, θλιμένο και πικραμένο για την άδικη του μοίρα.

Υποτίθεται πως θα περνούσαμε ένα ήρεμο βράδυ οι δυο μας. Περάσαμε ένα ήρεμο ξημέρωμα οι τρεις μας.
Κι ήταν πράγματι ωραίο. Το μπεμπιό κοιμόταν ανάμεσα μας όταν αποφασίσαμε πως βεβαίως και θα ενημερωθούμε, βεβαίως και θα συζητήσουμε, βεβαίως και θα ρωτήσουμε, θα αγχωθούμε, θα ανησυχήσουμε, θα δοκιμάσουμε, αλλά όλα αυτά ακούγοντας το δικό μας ένστικτο.
Και κυρίως με αγάπη γι αυτό το υπέροχο 13 μηνών πλασματάκι (που μεταξύ μας ίσως μάς χορεύει ήδη στο ταψί. Δεν πειράζει. Αρκεί που το ξέρουμε – γιατί έτσι θα μπορέσουμε και να το αντιμετωπίσουμε, όταν θα είμαστε έτοιμοι).

Φιλιά συμπαράστασης σ όλους.

You may also like