Όταν μιλάμε για γυναίκεια περιοδικά τα πράγματα δεν είναι απλά, έχουμε να διαλέξουμε ανάμεσα σε δεκάδες τίτλους, αν μάλιστα επεκταθούμε και στα περιοδικά έκτος συνόρων τότε το να χαθούμε μέσα σε έναν ωκεανό από εξώφυλλα, άρθρα και φωτογραφίες είναι πολύ εύκολο. Αν όμως περάσουμε τον Ατλαντικό και βρεθούμε στην Νέα Υόρκη τότε φαίνεται ότι ανάμεσα στους πολλούς τίτλους , ένας είναι εκείνος που ξεχωρίζει και στέκει πολύ ψηλά χρόνια τώρα. Το αμερικανικό Vogue δεν είναι μόνο ένα περιοδικό είναι εκείνο που καθορίζει τα πράγματα για όλα τα άλλα.
Φέτος με αφορμή τα 120 του γενέθλια του μερικοί από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του μεγαλύτερου γυναικείου περιοδικού στο κόσμο θυμούνται την δική τους Vogue ιστορία και πως άρχισε η σχέση τους μαζί του. Μία σχέση που όσο περνούν τα χρόνια γίνεται ακόμα πιο δυνατή και δεν φαίνεται να έχει ημερομηνία λήξης.
«Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, είχα φτιάξει μία ολόκληρη ταπετσαρία από τις σελίδες του Vogue στο δωμάτιο που είχα στο σπίτι της γιαγιάς μου. Στις αρχές της δεκαετίας του 60, το Vogue έβγαινε δύο φορές το μήνα και ήμουν τόσο αφελής, που δεν πίστευα ότι μπορούσα να γίνω συνδρομητής στο περιοδικό. Παρ’ όλα αυτά κάθε 2η Κυριακή μετά την εκκλησία, μου άρεσε το περπάτημα μέχρι το περίπτερο στην Πανεπιστημιούπολη του Duke, αφού η αποζημίωση μου ήταν η αγορά του περιοδικού. Το δωμάτιο αυτό για μένα δεν ήταν απλώς το δωμάτιό μου, αλλά ένα ιερό, με ένα όμορφο γραφείο από μαόνι και σύγχρονο καναπέ, που η γιαγιά μου είχε δημιουργήσει για μένα. Ήταν ένα μέρος όπου μπορούσα να διαβάσω, να ακούσω τους δίσκους μου και να μπω στον δικό μου κόσμο. Αυτός ο κόσμος ήταν γεμάτος με εικόνες από τη Vogue.»
«Ήμουν δέκα χρονών όταν το Vogue για πρώτη φορά με “κάλεσε” κοντά του, τραγουδώντας σαν σειρήνα και με διακεκομμένη φωνή από τους βράχους για την εμμονή της μόδας. Το σώμα μου μπορεί να ήταν σε ένα μικρό χωριό στο κατάστημα Kent, αλλά η ψυχή μου μεταφέρθηκε στη Νότια Γαλλία, σε έναν κόσμο ζαλισμένο από την τζαζ ,τα κοκτέιλ και το γέλιο.
Το εξώφυλλό σταμάτησε τις διαδρομές μου. Ένιωθα αιχμάλωτος μέσα σε μία νωθρή αγκαλιά σε μια παραλία που ο ήλιος βασιλεύει, ποτήρια σαμπάνιας στο χέρι και στα πρόθυρα της ανταλλαγής ένα φιλί, ήταν ένα ζευγάρι που ενσάρκωνε μία αφάνταστα σπινθηριστή αίγλη. Εκείνος, ντυμένος με ένα κοστούμι ελεφαντόδοντο Gatsby, μετατράπηκε από θεατή σε πρωταγωνιστή και εστίασε επάνω της. Εκείνη φορώντας ένα φόρεμα, είχε ρίξει το κεφάλι της, ο ένας ώμος ήταν ντυμένος και ο ωκεανός αναδευόταν πίσω τους.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής είχε “συνδυάσει” ένα- ένα από τα γράμματα που καθόριζε τι είναι Vogue , τον ουρανό το σούρουπο σε μια συμφωνία με διαφορετικά χρώματα-ultramarine, γαλάζιο, ροζ Σκιαπαρέλι, κόκκινο, πορτοκαλί-tango. Λίγο αργότερα ανακάλυψα ότι οι εραστές ήταν ο Manolo Blahnik και η Αντζέλικα Χιούστον, που είχαν φωτογραφηθεί σε μια παραλία στο Deauville από τον David Bailey. Από τότε είμαι σκλάβος της μόδας.»