Πολλά έχουν γραφτεί κι ειπωθεί για την περίπλοκη προσωπικότητα του Τζ. Έντγκαρ Χούβερ, του διευθυντή του FBI που μέσα σε 50 χρόνια έκανε τη γνωστή Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών αυτή που είναι σήμερα. Διάλεγε τους πράκτορες σύμφωνα με τα δικά του standards, απομάκρυνε όποιον δεν ανταποκρινόταν σε αυτά, συνέβαλε στην ανεξαρτησία της υπηρεσίας κι έκανε απαραίτητη τη χρήση της επιστήμης στη διαλεύκανση των υποθέσεων που ανέλαβε το FBI. Ο αγώνας του ενάντια στους κομμουνιστές και το οργανωμένο έγκλημα, οι νόμοι που κατάφερε να περάσει για τη δικαιοδοσία του FBI στις έρευνες, οι κόντρες του με την πολιτική ηγεσία αλλά κι όλα τα αμφιλεγόμενα στάδια της προσωπικής του ζωής που έχτισαν το προφίλ του είναι ο άξονας της βιογραφικής ταινίας που σκηνοθετεί ο Clint Eastwood.
Σκηνοθετικά ο Eastwood καταφέρνει να περάσει στο θεατή το κυρίως ζήτημα: πως ο Χούβερ ήταν και θα είναι πάντα μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στην Ιστορία της Αμερικής. Μόνα ίσως ελαττώματα της σκηνοθεσίας η σκοτεινή οπτική που δίνεται και τα συνεχή μπρος – πίσω στη ζωή του Χούβερ. Τη μία τον βλέπουμε να υπαγορεύει την αυτοβιογραφία του και σε λίγα λεπτά τον βλέπουμε στα στάδια της καριέρας και της προσωπικής του ζωής σε νεαρότερη ηλικία. Κι αυτό γίνεται σε μικρά χρονικά διαστήματα με αποτέλεσμα κάποια στιγμή η ταινία να «βαραίνει» το θεατή. Αυτό που αντισταθμίζει αυτήν τη σκηνοθετική «κοιλιά» είναι το γεγονός πως, αν κι ομολογουμένως Συντηρητικός, ο Eastwood δε διστάζει να παρουσιάσει στην ταινία του και στάδια – ταμπού της ζωής του Χούβερ, όπως η σχέση που είχε με τη μητέρα του, όπως κι η σχέση του με τον Κλάιντ Τόλσον, τον επί χρόνια συνεργάτη και φίλο του.
Όσον αφορά τις ερμηνείες ξεκινώντας από εκείνη του Leonardo Di Caprio, στα πολύ θετικά της θα αναφέρω πως πλέον αποδεδειγμένα έχει ωριμάσει υποκριτικά και μπορεί να υποστηρίξει τους ρόλους που υποδύεται. Επίσης μου άρεσε το γεγονός πως δε διστάζει να «τσαλακώσει» την εξωτερική του εμφάνιση – ας το παραδεχτούμε, μεγάλωσε και έγινε πολύ γοητευτικός! – υποδυόμενος τον Χούβερ σε προχωρημένη ηλικία. Αυτό όμως που ίσως και να του στοίχισε τη Χρυσή Σφαίρα το 2011 είναι μία δόση υπερβολής στην ομιλία του, κυρίως σε σκηνές όπου ο Χούβερ έδινε δημόσιες ομιλίες. Παρ’ όλα αυτά, σε γενικές γραμμές, η ερμηνεία του είναι πολύ καλή, έστω κι αν είχε κάποια περιθώρια βελτίωσης. Εξαιρετικός ο Armie Hammer στο ρόλο του Τόλσον, του ανθρώπου που στάθηκε δίπλα στο Χούβερ μέχρι το τέλος της ζωής του δεύτερου. Επίσης θετικές εντυπώσεις αφήνει κι η Naomi Watts, η οποία ερμηνεύει την πιστή γραμματέα του Χούβερ, Έλεν Γκάντι.
Πρωταγωνιστούν: Leonardo Di Caprio, Armie Hammer, Naomi Watts, Judie Dench, Josh Hamilton κ.α.
πρόταση
Η Audrey (Halle Berry) δε συμπάθησε ποτέ τον παιδικό φίλο του συζύγου της, τον Jerry (Benicio Del Toro). Πάντα πίστευε πως μόνο μπελάδες μπορούν να προκύψουν εξαιτίας του. Όταν, όμως, ο Brian (David Duchovny) σκοτωθεί σε μία συμπλοκή, η κηδεία του θα είναι η αφορμή για ένα νέο κεφάλαιο, τόσο για την Audrey, όσο και για τον Jerry, ο οποίος είναι ηρωινομανής. Η Audrey θα του προσφέρει στέγη και θα προσπαθήσει να τον στηρίξει όχι μόνο για να απεμπλακεί από τα ναρκωτικά, αλλά και για να ξαναρχίσει τη ζωή του. Ο Jerry από την άλλη θα έρθει κοντά στην Audrey και στα δυο της παιδιά και θα προσπαθήσει να τους βοηθήσει να συνεχίσουν τη ζωή τους. Οι συγκρούσεις, όμως, είναι στον ορίζοντα. Θα μπορέσουν να παρακάμψουν τις διαφορές τους για να ξεκινήσουν ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή τους;
Ξεκινώντας από το σενάριο του Allan Loeb, ο οποίος σύμφωνα με την έρευνά μου έχει υπογράψει σενάρια κομεντί όπως το «Σύζυγος για ενοικίαση» και το «Δωρητή… σπέρματος», έχω να πω πως ενώ τις δύο αυτές ταινίες ομολογουμένως τις «σνόμπαρα» (δεν ήμουν ποτέ ιδιαίτερα φίλη των κομεντί, άλλωστε), με το «Things we lost in the fire» μ’ έπεισε πως μπορεί να παίξει και σε άλλο στρατόπεδο. Τι εννοώ μ’ αυτό; Συνθέτοντας μία τρυφερή ιστορία ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους, καταφέρνει να φέρει τον θεατή πιο κοντά στο δράμα του κάθε χαρακτήρα.
Έχουμε, λοιπόν, μία ιστορία που δύσκολα θα άφηνε κάποιον ασυγκίνητο. Όσον αφορά στη σκηνοθεσία της Δανής Susanne Bier, παρ’ όλο που δεν είμαι εξοικειωμένη με τη δουλειά της – για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, έμαθα το όνομά της από αυτήν την ταινία! – σίγουρα με αυτήν την ταινία με προτρέπει ώστε να δω κι άλλες ταινίες της για να έχω μία καλύτερη εικόνα για τη δουλειά της. Προς το παρόν, πάντως, μπορώ σίγουρα να πω πως το «Things we lost in the fire» είναι ένα πολύ καλό δείγμα της δουλειάς της.
Περισσότερο, όμως με κέντρισαν οι ερμηνείες των Halle Berry και Benicio Del Toro. Αν ήταν να προταθεί η Berry για Oscar και να βραβευτεί κιόλας, έπρεπε να είναι γι’ αυτήν την ταινία και σίγουρα όχι για τον «Χορό των Τεράτων». Ειλικρινά, ακόμη προσπαθώ να καταλάβω τι σκεφτόταν εκείνη τη χρονιά η επιτροπή. Θα μου πείτε, δεν είσαι εσύ στην επιτροπή. Καλά, αυτό είναι σίγουρο! Αλλά πολύ θα ήθελα να ήμουν για να δω πώς σκέφτονται!
Όσο για τον Benicio Del Toro, μπορεί να ερμηνεύει έναν ρόλο όπου τον έχουμε δει πολλές φορές (του περιθωριακού τύπου, όπου κάποιος από εμάς θα τον αγνοούσε ή θα τον φοβόταν), στο «Things we lost in the fire», όμως, δίνει τον καλύτερό του εαυτό. Το να εμφανίζεται στο ένα μέρος της ταινίας «καθαρός» και στο άλλο να ερμηνεύει τον τοξικομανή είναι απίστευτα απαιτητικό. Κι όμως, το καταφέρνει και μάλιστα καταφέρνει να συγκινήσει τον θεατή με τον αγώνα του.
http://www.youtube.com/watch?v=D1XxDyHBo2U
Πρωταγωνιστούν: Halle Berry, Benicio Del Toro, David Duchovny, Alison Lohman, John Caroll Lynch κ.α.
Είναι Κυριακή βράδυ κι αποφασίσατε να περάσετε τη βραδιά σας εντός οικίας με DVD; Απόψε σας έχω μία διαφορετική πρόταση, περιπετειώδη και… σκοτεινή!
Οκτώ χρόνια μετά το θάνατο του εισαγγελέα Harvey Dent, το έγκλημα στη Gotham City έχει εξαλειφθεί χάρη στο νόμο Dent. Ο Batman όμως εξακολουθεί να θεωρείται κίνδυνος για την πόλη, μια που κατηγορείται για το θάνατο του εισαγγελέα κι έχει εξαφανιστεί. Ο Bruce Wayne φροντίζει να απέχει όσο είναι δυνατόν από το δημόσιο προσκήνιο, ενώ ο Επιθεωρητής Jim Gordon παραιτείται επειδή δεν αντέχει το βάρος της γνώσης των εγκλημάτων του Dent. Όταν όμως κάνει την εμφάνισή του ο Bane με την απειλή να καταστρέψει την πόλη, ο Batman πρέπει να αποφασίσει αν θα πρέπει να αγνοήσει την προκατάληψη του κόσμου απέναντί του προκειμένου να προστατεύσει τη Gotham City, ενώ παράλληλα θα έρθει αντιμέτωπος με τη γοητευτική κλέφτρα Catwoman.
Το «The Dark Knight Rises» είναι η ταινία που ολοκληρώνει την τριλογία του Christopher Nolan με πρωταγωνιστή τον Batman. Κι ειλικρινά, πιο θεαματική δε θα μπορούσε να είναι. Πέρα από τα έντονα effects στα οποία μας… καλόμαθε ο Nolan από τις δύο προηγούμενες ταινίες του (αφήνω απ’ έξω το «Inception» που προβλήθηκε ενδιάμεσα πιο πολύ για να μην ανακατέψουμε τις ταινίες!), εντυπωσιακή είναι η παρουσίαση του Batman, ο οποίος ναι μεν συνεχίζει να μοιάζει πιο ανθρώπινος, εν αντιθέσει με ταινίες του παρελθόντος, αλλά ταυτόχρονα αποδεικνύεται πιο έντονα πως… κι οι υπερήρωες έχουν αδυναμίες. Κι οι υπερήρωες ηττώνται, κι οι υπερήρωες αντιμετωπίζουν διλήμματα. Κι αυτό είναι που εξαρχής κέρδισε το σινεφίλ κοινό, από την πρώτη κιόλας ταινία του Nolan, «Batman Begins».
Ο Christian Bale αποδεικνύει πως επίσημα είναι ο καλύτερος Batman που είδαμε ποτέ κι η Anne Hathaway στο ρόλο της Catwoman επιβεβαιώνει πως μπορεί να υποστηρίξει μία ποικιλία στο ρεπερτόριό της. Ειλικρινά… ποια Halle Berry μου λέτε τώρα;;; Και φυσικά μην ξεχνάμε τους Michael Caine καιMorgan Freeman στους ρόλους του Alfred και του Fox αντίστοιχα. Ειδικά ο Caine αποδείχθηκε από την πρώτη ταινία κιόλας ο καταλληλότερος να υποδυθεί τον Alfred, τον άνθρωπο που στάθηκε σαν πατέρας δίπλα στον Bruce Wayne, από τότε που ο δεύτερος έχασε τους γονείς του.
http://www.youtube.com/watch?v=GokKUqLcvD8
Πρωταγωνιστούν: Christian Bale, Anne Hathaway, Tom Hardy, Michael Caine, Morgan Freeman, Gary Oldman, Marion Cotillard κ.α.
Σ’ ένα μακρινό (ή μήπως όχι και τόσο;) μέλλον, η Αμερική φαίνεται να έχει γίνει έρμαιο του εμπορίου ναρκωτικών, με κυρίαρχη την κυκλοφορία της Ουσίας D. Η Ουσία D παρουσιάζει υψηλότατο ποσοστό εθισμού, οι χρήστες βλέπουν συνεχώς παραισθήσεις κι αναγκαστικά όλοι κι όλα παρακολουθούνται από τις αρχές. Στο Anaheim της California, ο Bob Arctor (Keanu Reeves) είναι ένας μυστικός αστυνομικός ο οποίος διεισδύει στο κύκλωμα προκειμένου να το αποκαλύψει. Έχει κάνει σχέση με τη Donna (Winona Ryder), η οποία του προμηθεύει την Ουσία D και συγκατοικεί με τον χρήστη Jim Barris (Robert Downey Jr.). Όσο όμως συνεχίζεται η παρακολούθηση, τόσο ο Bob εθίζεται στην Ουσία D, με αποτέλεσμα όλη η επιχείρηση να τίθεται σε ρίσκο. Θα καταφέρει ο Bob Arctor να φέρει σε πέρας τη αποστολή που του ανατέθηκε; Και πόσο θα τον επηρεάσει προσωπικά όλη αυτή η ιστορία;
Το «A Scanner Darkly» βασίζεται στο ομότιτλο βιβλίο του Philip K. Dick και την επιμέλεια της διασκευής του σεναρίου υπογράφει ο Richard Linklater, ο οποίος είναι κι ο σκηνοθέτης της ταινίας. Η ιδιαιτερότητα της ταινίας έγκειται στο γεγονός πως ενώ όλοι οι ηθοποιοί έπαιξαν κανονικά τους ρόλους τους, η ταινία πέρασε από ψηφιακή επεξεργασία και στο τέλος απέκτησε τη μορφή animation. Αν έχετε ήδη δει το «Waking Life» του 2001 το οποίο γυρίστηκε κατά τον ίδιο τρόπο, τότε θα είστε εξοικειωμένοι με τη διαδικασία.
Επίκεντρο της ταινίας είναι ο σκληρός κόσμος των ναρκωτικών και κατά πόσο επηρεάζει όχι μόνο τους χρήστες και το οικείο τους περιβάλλον, αλλά ακόμη και τις αρχές που επιθυμούν να βάλουν ένα τέλος σ’ αυτή τη μάστιγα. Και παρ’ όλο που αναφέρεται σ’ ένα μέλλον όπου οι ουσίες που κυκλοφορούν είναι ακόμη πιο επικίνδυνες και τα τεχνολογικά μέσα έχουν αναπτυχθεί, ο θεατής δε μένει ασυγκίνητος από την ταινία. Δεν προκαλεί, επομένως καμία εντύπωση πως ο ίδιος ο συγγραφέας του «A Scanner Darkly» αφιερώνει το έργο του σε ανθρώπους που γνώριζε και που χάθηκαν από τη χρήση ναρκωτικών ή που ζουν μεν, αλλά έχοντας πια υποστεί σοβαρές σημαντικές βλάβες. Ίσως υπάρξουν βέβαια κάποιες στιγμές που ο θεατής νιώθει πως κάτι «έχασε» από την υπόθεση, αλλά αν είναι παρατηρητικός δε θα αντιμετωπίσει τέτοιο πρόβλημα.
Ο Keanu Reeves με το «A Scanner Darkly» αφήνει πίσω τον ανεκδιήγητο «Constantine» (μεταφυσικό θριλεράκι με θεούς και δαίμονες ή κάτι τέτοιο, φρόντισα να το αποβάλλω από τη μνήμη μου!) κι επανέρχεται στον παλιό καλό του εαυτό υποδυόμενος τον μυστικό αστυνομικό Bob Arctor. Η Winona Ryder παραμένει πιστή στους ρόλους όπου κυριαρχεί το μοτίβο «μήπως τελικά αυτό το baby face δεν είναι και τόσο αθώο;», μια που όποτε εμφανίζεται στην ταινία, ο θεατής αμφιβάλλει για τα κίνητρά της. Τέλος η ερμηνεία του Robert Downey Jr. θα μπορούσε να είναι ο λόγος που ο ηθοποιός επελέγη να υποδυθεί όχι μόνο τον Tony Stark – aka Iron Man – αλλά και τον Sherlock Holmes: καταφέρνει μ’ ευκολία να φανεί ειρωνικός, γνώστης των πάντων και να χειραγωγεί τον Arctor αλλά κι όσους τον περιβάλλουν.
Πρωταγωνιστούν: Keanu Reeves, Winona Ryder, Robert Downey Jr., Woody Harrelson, Rory Cochrane κ.α.
Θυμάστε το «χαμό» που είχε γίνει ανάμεσα στην Εκκλησία και τους επιστήμονες όταν πριν από λίγους μήνες οι δεύτεροι ανακοίνωσαν πως οι θεωρίες τους σχετικά με το μποζόνιο του Higgs – ή «σωματίδιο του Θεού», κατά το χαρακτηρισμό που έκανε τους ιερείς να κοκκινίσουν από οργή; Μας θύμισε την αέναη μάχη ανάμεσα στη θρησκεία και την επιστήμη, η οποία καλά κρατεί. Η αντιπαράθεση αυτή κρατάει εδώ και πολλά… πολλά χρόνια. Κι η ταινία «Agora» μας το επιβεβαιώνει.
Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τελεί υπό ρωμαϊκή κατοχή κι ο Χριστιανισμός μοιάζει να εξαπλώνεται. Όχι, όμως και με τα πιο θεμιτά μέσα. Στην Αλεξάνδρεια ζει και διδάσκει η Υπατία (Rachel Weisz), η φιλόσοφος, αστρονόμος και μαθηματικός. Ενόσω μαίνεται ο πόλεμος ανάμεσα στους Χριστιανούς και τους – κατά τους πρώτους – ειδωλολάτρες και αλλόθρησκους, εκείνη αγωνίζεται να μεταδώσει τη γνώση και να εξηγήσει τα μυστήρια του σύμπαντος. Την ίδια στιγμή ο Νταβούς (Max Minghella), σκλάβος της Υπατίας, έχει ασπαστεί τη νέα θρησκεία και παράλληλα καλείται να έρθει αντιμέτωπος τόσο με αυτήν, όσο και με τα αισθήματά του για την κυρά του. Οι εξελίξεις τόσο για την Υπατία, αλλά και για τον ίδιο τον κόσμο θα είναι καθοριστικές.
Ο Alejandro Abenabar σκηνοθετεί μία ταινία με χρονικό πλαίσιο την εξάπλωση του Χριστιανισμού. Βασικά στοιχεία που ο σκηνοθέτης τονίζει είναι η μισαλλοδοξία και το πώς μία θρησκεία που κηρύττει την αγάπη και την αλληλεγγύη καθιερώθηκε με τη βία και τη διαστρέβλωση λόγων και γεγονότων. Οι επιστήμονες κι οι φιλόσοφοι θεωρούνται αιρετικοί και «επικίνδυνοι» για τη νέα θρησκεία και διώκονται ακόμη και με θανατικές καταδίκες, μέθοδοι που σίγουρα αντιτίθενται στην ουσία του Χριστιανισμού. Η Υπατία είναι μία από όσους κλήθηκαν να εναντιωθούν και να προστατεύσουν την επιστήμη, καθώς αυτή ήταν που θα άνοιγε τα μάτια του ανθρώπου στη γνώση.
Τέσσερα χρόνια μετά τη βράβευσή της με Oscar Γυναικείου Ρόλου για τον «Επίμονο Κηπουρό», η Rachel Weisz καλείται να ενσαρκώσει τον απαιτητικό ρόλο της Υπατίας, μίας γυναίκας η οποία τάχθηκε με όλο της το είναι στην επιστήμη της και μόνο της έννοια ήταν να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση στον κόσμο, γνωρίζοντας τον κίνδυνο που έρχεται. Η ερμηνεία της επιβεβαιώνει πως δεν επαναπαύθηκε στις δάφνες της και κερδίζει από την πρώτη στιγμή το θεατή. Επιβεβαίωση των όσων γράφω θα μπορούσε να θεωρηθεί και το παρακάτω clip κατά τη θανάτωσή της (δεν είναι spoiler, όλοι ξέρουμε πως σκοτώθηκε για τα πιστεύω της!):
Παραδέχομαι πως με την εκκλησία δεν τα είχα ποτέ καλά. Όχι τόσο με τη θρησκεία αυτήν καθ’ αυτήν, όσο με τους αντιπροσώπους της που βασιζόμενοι σ’ αυτήν, αναγκάζουν το «ποίμνιο» (άραγε πόσο τυχαία είναι η επιλογή αυτής της λέξης ώστε έτσι να καθορίζεται το σύνολο των πιστών;) να φορέσει παρωπίδες και φυτεύουν μέσα του το φόβο της τιμωρίας σε περίπτωση που εκείνο έστω διανοηθεί να αναρωτηθεί «μήπως υπάρχει κάτι ακόμη εκεί έξω;». Κι η «Αγορά» είναι μία ταινία που επιβεβαιώνει – και βοηθά όσους θεατές ίσως δεν το έχουν ήδη αντιληφθεί – αυτό που προανέφερα παραπάνω: πως η θρησκεία ήταν και θα είναι πάντα αντιμέτωπη με την επιστήμη και τη διεύρυνση του ανθρώπινου νου.
Πρωταγωνιστούν: Rachel Weisz, Max Minghella, Oscar Isaac, Michael Lonsdale, Rupert Evans, Sami Samir κ.α.
Η Ματίλντ (Audrey Tautou) κι ο Μανέκ (Gaspar Ulliel) αγαπιούνται από μικρά παιδιά κι όταν φτάνουν την ηλικία των 20 αρραβωνιάζονται. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος όμως ξεκινάει, ο Μανέκ καλείται να υπηρετήσει στο στρατό κι αργότερα καταδικάζεται για λιποταξία μαζί με τέσσερις ακόμη στρατιώτες και φτάνουν στο μέτωπο του Σομ ώστε να πεθάνουν από τα πυρά των Γερμανών. Κι ενώ όλοι τον θεωρούν νεκρό, η Ματίλντ πιστεύει πως είναι ακόμη ζωντανό και παρά την αναπηρία που της άφησε η πολιομυελίτιδα που τη χτύπησε όταν ήταν σε παιδική ηλικία, κινεί γη κι ουρανό για να μάθει την αλήθεια και με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να έρθει κοντά του.
Είναι από τις φορές όπου νιώθω πως ό, τι και να πω θα είναι πολύ λίγο. Οι «Ατέλειωτοι αρραβώνες» είναι μία ταινία όπου πραγματικά εξυμνείται η πίστη, η ελπίδα κι η δύναμη της ανθρώπινης θέλησης. Αξίες που είναι ικανές να υπερπηδήσουν κάθε εμπόδιο, είτε αυτό είναι σωματικό – όπως εν προκειμένω η αναπηρία της Ματίλντ – είτε ο φόβος των επιζώντων να ξαναζήσουν με την ανάμνηση και μόνο ό, τι τους πόνεσε κι ό, τι άλλαξε τη ζωή τους με τον πιο σκληρό τρόπο.
Παρ’ όλο που υπάρχουν κάποιες σκληρές σκηνές από το πεδίο της μάχης, ο αυτοδίδακτος σκηνοθέτης Jean – Pierre Jeunet, έχοντας κερδίσει το σινεφίλ κοινό με την «Αμελί» του το 2001, επιστρέφει το 2004 για να παρουσιάσει μία συγκινητική ιστορία αγάπης κι επιμονής. Μία ταινία η οποία μοιάζει ακόμη πιο ατμοσφαιρική καθώς τα πλάνα της μοιάζουν να έχουν περάσει από την επεξεργασία της σέπιας, εντείνοντας ακόμη περισσότερο το αίσθημα του θεατή πως ταξιδεύει στο χρόνο.
Η Audrey Tautou επιβεβαιώνει με την ερμηνεία του ρόλου της αισιόδοξης Ματίλντ πως η «Αμελί» ήταν μόνο η αρχή μίας αξιόλογης καριέρας στον κινηματογράφο, ενώ ακόμη η –λατρεμένη μου! – Marion Cotillard και η πάντοτε «ετοιμοπόλεμη» Jodie Foster κάνουν ένα εντυπωσιακό «πέρασμα» από την ταινία, καθώς υποδύονται ρόλους – κλειδιά για την έρευνα της Ματίλντ σχετικά με την άγνωστη μοίρα του Μανέκ.
Η ταινία, «Οι ατέλειωτοι αρραβώνες», βασίζεται στο βιβλίο του Sébastien Japrisot και τη διασκευή του σεναρίου υπογράφουν οι Jean – Pierre Jeunet και Guillaume Laurant.
Πρωταγωνιστούν: Audrey Tautou, Gaspar Ulliel, André Dussollier, Marion Cotillard, Jodie Foster κ.α.
Έχετε νιώσει ποτέ όταν βλέπετε ένα όνειρο κι ένα μικρό συναίσθημα σας κάνει να πιστεύετε πως το έχετε ξαναζήσει; «Déjà vu» θαρρώ το λένε! Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με τη νεαρή Αλίκη (Mia Wasikowska), η οποία βρίσκεται στην πιο δύσκολη φάση της ζωής της, καθώς έχει χάσει ήδη τον αγαπημένο της πατέρα κι ετοιμάζεται ν’ αρραβωνιαστεί έναν άντρα που δεν αγαπάει. Όταν όμως το σκάσει από τον αρραβώνα ακολουθώντας ένα περίεργο λευκό κουνέλι που τρέχει στους κήπους, θα πέσει σε μια μεγάλη τρύπα ενός δέντρου και θα βρεθεί σ’ έναν τόπο όπου τα πιο απίθανα πράγματα συμβαίνουν: τα ζώα μιλούν, μπλε κάμπιες μιλούν και καπνίζουν ναργιλέ, γάτες χαμογελούν, εξαφανίζονται κι επανεμφανίζονται όποτε θέλουν και με μαγικά φίλτρα και γλυκίσματα μπορεί κάποιος να μικρύνει ή να μεγαλώσει αντίστοιχα. Η Αλίκη πιστεύει πως όλα αυτά είναι απλά ένα όνειρο που έχει δει ξανά και ξανά. Μόνο που είναι πέρα για πέρα αληθινό. Η Αλίκη είχε ξανάρθει σ’ αυτήν τη μυστηριώδη χώρα, την Κάτω Χώρα, όταν ήταν μόλις έξι ετών. Ήταν η Χώρα των Θαυμάτων. Και τώρα επέστρεψε για να εκπληρώσει την προφητεία: να διώξει την Κόκκινη Βασίλισσα (Helena Bonham Carter) από το θρόνο και να επαναφέρει τη Λευκή Βασίλισσα (Anne Hathaway) στην ηγεμονία. Θα τα καταφέρει; Και πόσο θα επηρεάσει τη ζωή της αυτή η περιπέτεια;
Το παραμύθι του Lewis Carroll «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» λίγο πολύ είναι γνωστό σε όλους. Πολύ γνωστός όμως – και φυσικά αγαπητός στους φίλους του σινεμά – είναι κι ο «παραμυθάς» του Hollywood Tim Burton. Φανταστείτε, λοιπόν, το αποτέλεσμα της συνεργασίας του Tim Burton με την Disney! Ο Tim Burton, υπό την υποστήριξη της παραγωγής από την εταιρεία που έχει δημιουργήσει τις πιο πολυσυζητημένες κι επιτυχημένες παιδικές ταινίες και βασιζόμενος στο αγαπημένο παραμύθι όλων των παιδιών, το φέρνει στη «ζωή» μέσα από μία πιο σύγχρονη οπτική, διατηρώντας όμως την κλασική ταυτότητα της ιστορίας. Σ’ έναν εντυπωσιακό συνδυασμό του live action και του , ο θεατής ζει έντονα το παραμύθι που σίγουρα άκουσε ή διάβασε όταν ήταν μικρό παιδί και φυσικά καθηλώνεται από τη συνεχή δράση. Επίσης να αναφέρω την εκπληκτική μουσική του Danny Elfman («Χριστουγεννιάτικος, Εφιάλτης», «Ο ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ», «Chicago» κ.α.), η οποία πραγματικά λειτουργεί καταλυτικά και κρατάει και αυτή με το δικό της τρόπο σε εγρήγορση το θεατή.
Όσον αφορά το καστ, ας ξεκινήσουμε με τη νεαρή Mia Wasikowska. Παρ’ όλο που είχε ήδη κι άλλες ταινίες στο ενεργητικό της, όπως το «Τα παιδιά είναι εντάξει», φαίνεται πως έκανε το πραγματικό της ντεμπούτο ερμηνεύοντας την Αλίκη. Ούσα ένα πρόσωπο φρέσκο κι έχοντας μία γλυκιά φυσιογνωμία δεν είναι να απορεί κανείς που ο Tim Burton είδε στη νεαρή ηθοποιό την «Αλίκη» του. Κι όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους, ο θεατής επιβεβαιώνεται για την επιτυχημένη επιλογή του σκηνοθέτη, καθώς η Mia Wasikowska αποδεικνύει πως μπορεί να «σηκώσει» το βάρος» μιας παραγωγής σαν αυτήν. Κι είναι μόλις 23 ετών σήμερα! Στην ταινία επίσης συναντούμε τους… γνωστούς «συνεργούς» του Burton, τον Johnny Depp και την Helena Bonham Carter. Παρ’ όλο που γνώριζα πριν μπω στην αίθουσα πως συμμετείχαν στην ταινία, όταν εμφανίστηκαν στην οθόνη, σίγουρα δεν ήμουν η μόνη που δυσκολεύτηκε να τους αναγνωρίσει. Τι σου είναι, όμως το μακιγιάζ κι η τεχνολογία; O μεν Depp μεταμορφώθηκε με τη βοήθεια αυτών στον Τρελό Καπελά κι έγινε αγνώριστος! Βέβαια το μακιγιάζ δεν είναι αυτό που χάρισε στον Depp το «Άριστα», αλλά η ερμηνεία του. Ο Καπελάς του Burton πηδάει από την παράνοια στη λογική με απίστευτούς ρυθμούς, κάνοντας το ρόλο απαιτητικό. Κι ο Depp καταφέρνει να στηρίξει αυτό το ρόλο.
Η δε Helena Bonham Carter είναι… ιδανική ως Κόκκινη Βασίλισσα κι επιτυχημένα ανατριχιαστική με τη βοήθεια της τεχνολογίας, καθώς για να αποτυπωθεί έντονα η «σκοτεινή» ψυχή του χαρακτήρα, το κεφάλι της ηθοποιού αυξήθηκε ψηφιακά τρεις φορές από το φυσιολογικό. Ίσως κάποιος το πει υπερβολή, αλλά ας το παραδεχτούμε: αγαπάμε τον Tim Burton ακριβώς για την υπερβολή του και τη σουρεάλ ατμόσφαιρα στις ταινίες του! Τέλος η Anne Hathaway σίγουρα αποδεικνύεται η πιο κατάλληλη επιλογή για το ρόλο της Λευκής Βασίλισσας, όχι μόνο λόγω της γαλήνιας φυσιογνωμίας της (μα είναι «φάτσα» η άτιμη, πώς αλλιώς να το πω;), αλλά και χάρη στην ευκολία με την οποία επιτυγχάνει να φέρει στην επιφάνεια τη καλόκαρδη πλευρά του χαρακτήρα της.
Αν, λοιπόν, απόψε θέλετε λίγη… μαγεία στο σαλόνι σας, το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να πάτε στο πλησιέστερο video club. Από εκεί κι ύστερα, αφήστε την Αλίκη να κάνει τα υπόλοιπα για σας!
Α, ξέχασα να σας αναφέρω και το τραγούδι της ταινίας που ερμηνεύει η Avril Lavigne, το οποίο ξεχώρισε στα MTV Fan Awards ως το Καλύτερο Τραγούδι Ταινίας. Νομίζω πως της ταιριάζει γάντι, τι λέτε;
Πρωταγωνιστούν: Mia Wasikowska, Johnny Depp, Helena Bonham Carter, Anne Hathaway, Alan Rickman, Stephen Fry, Michael Sheen κ.α.
Οι νικητές των Oscar για φέτος μπορεί να ανακοινώθηκαν τα ξημερώματα της Δευτέρας, αλλά θα το ομολογήσω: είμαι ακόμα σε Οσκαρική διάθεση! Όταν κάνεις έρευνα για να διαλέξεις μία από τόσες αξιόλογες ταινίες που έφτασαν μέχρι το Kodak Theater έστω και με μία ή περισσότερες υποψηφιότητες αναπόφευκτα ξεκινάς ένα ταξίδι στο χρόνο. Δε θα σας πάω πολύ πίσω, μόνο ένα χρόνο. Γιατί η ταινία που σας προτείνω – αν κι υποθέτω πως λίγοι είναι που δεν την είδαν – είναι μία από τις ταινίες που άνετα βλέπει κανείς πάνω από μία φορά. Η ίδια η ταινία, από την άλλη, είναι από μόνη της μέσο για να ταξιδέψεις στο χρόνο!
Hollywood, 1927. Τον καιρό των βωβών ταινιών, ο Τζορτζ Βάλενταϊν (Jean Dujardin) είναι αστέρας του κινηματογράφου. Τα φλας γύρω του αστράφτουν όπου κι αν βρίσκεται. Μέχρι τη στιγμή που αναπτύσσεται ο ομιλών κινηματογράφος. Οι παραγωγοί πιέζουν τον Βάλενταϊν να μπει κι αυτός στο «παιχνίδι», αλλά εκείνος αρνείται πεισματικά, καθώς πιστεύει πως είναι απλά μία μόδα η οποία θα εξατμιστεί. Κι όμως, ο ομιλών κινηματογράφος κερδίζει όχι μόνο έδαφος, αλλά και την προτίμηση του κόσμου. Ο Τζορτζ Βάλενταϊν θα αντισταθεί, θα κάνει ό,τι περνά από το χέρι του, χωρίς αποτέλεσμα, όμως. Κι εκεί είναι που θ’ αρχίσει η πτώση του Τζορτζ Βάλενταϊν από το βάθρο του και θα αλλάξει ριζικά η επαγγελματική κι η προσωπική του ζωή. Λες και το τέλος του βωβού κινηματογράφου είναι συνυφασμένο με το τέλος της καριέρας του. Ή μήπως τελικά το ταλέντο του θα διασωθεί;
Το «The Artist» είναι μία ταινία γαλλικής παραγωγής, η οποία είναι φτιαγμένη 100% βασισμένη στις συνταγές του βωβού κινηματογράφου. Όσοι έστω και για λίγο έτυχε να δείτε ταινίες με τον Τσάρλι Τσάπλιν καταλαβαίνετε τι εννοώ: ασπρόμαυρα πλάνα, μουσικό χαλί καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ανάλογο της κάθε σκηνής, οι ηθοποιοί φαίνεται να μιλούν, αλλά εμφανίζονται οι αντίστοιχες καρτέλες, γενικά όλα όσα χαρακτηρίζουν μία ταινία από την εποχή πριν ο ήχος γίνει απαραίτητο κομμάτι των κινηματογραφικών παραγωγών. Ο Michel Hazanavicius υπογράφει και σκηνοθετεί μία ταινία η οποία πραγματικά δίνει νόημα στο «για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι».
Η ιστορία που είναι ένα κράμα κομεντί και δράματος αποκτά μία άλλη βαρύτητα καθώς αποτυπώνεται με την ατμόσφαιρας της εποχής (τίποτα, μα τίποτα δε μαρτυρά 21ο αιώνα) και σίγουρα είναι αυτό που κεντρίζει ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον του θεατή. Φανταστείτε να παρακολουθήσετε την ίδια ιστορία, η οποία έχει σα χρονικό πλαίσιο τα τέλη των ‘20s έγχρωμα, φουλ στα εφέ και με τους ηθοποιούς να ακούγονται κανονικά κατά τους διαλόγους. Πιστεύω πως θα συμφωνήσετε μαζί μου πως σε μία τέτοια περίπτωση, η πρώτη σκέψη είναι «άλλη μία ταινία εποχής».
Και μέσα σε αυτή τη ρετρό ατμόσφαιρα, ο θεατής απολαμβάνει μία ταινία με επίκεντρο την εξέλιξη της έβδομης τέχνης και τις επιπτώσεις αυτής σε όλους όσους ασχολήθηκαν με αυτήν. Επίσης η ταινία είναι ένα δείγμα του πόσο «λαμπερός» ή όχι είναι τελικά ο κόσμος του σινεμά, ανεξάρτητα για ποια εποχή μιλάμε.
Όπως καταλαβαίνετε, όμως, σε μία τέτοια παραγωγή, αυτόματα το «βάρος» πέφτει στους ηθοποιούς, καθώς από τη στιγμή που δεν ακούγονται πρέπει να αποδείξουν πως το σώμα τους κι οι εκφράσεις τους θα «καλύψουν» το κενό των ομιλιών. Απεδείχθη πως ο Michel Hazanavicius κέρδισε και αυτό το στοίχημα, καθώς στο πρόσωπο του Jean Dujardin είδε τον αστέρα του βωβού κινηματογράφου και ήρωα της ιστορίας του, Τζορτζ Βάλενταϊν. Η ερμηνεία του στο ρόλο του έκπτωτου star είναι καθηλωτική κι επιβεβαιώνει κάτι που έχω πει ουκ ολίγες φορές: ο καλός ηθοποιός δεν πρέπει να ξέρει πώς να «λέει» καλά τις ατάκες του, αλλά να μεταφέρει στο θεατή κάθε συναίσθημα του χαρακτήρα που υποδύεται ακόμη και με την παραμικρή κίνηση του σώματος. Πως ακόμη και το πιο απλό «μειδίαμα» του προσώπου μπορεί να δώσει άλλη πνοή στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο χαρακτήρας.
Επίσης εξαιρετική είναι η ερμηνεία της Bérénice Bejo στο ρόλο της νεαρής ηθοποιού Πέπυ Μίλλερ, την οποία αναδεικνύει ο Τζορτζ Βάλενταϊν και που οι παρεμβάσεις της θα είναι καθοριστικές για την πορεία του κάποτε αστέρα του που οδεύει στο ναδίρ της κινηματογραφικής του καριέρας. Η νεαρή ηθοποιός με τη συμμετοχή της στο «The Artist» με λίγα λόγια μας λέει «ήρθα για να μείνω και θα το αποδείξω». Και φυσικά χαίρομαι που ανταποκρίθηκε επάξια στις μεγάλες απαιτήσεις της ταινίας, καθώς – κατ’ εμέ – πλέον οι νέοι ηθοποιοί που βγαίνουν επαναπαύονται στις – όποιες – δάφνες δημοσιότητας τους «χαρίζουν» τα tabloids σχετικά με το πόσο όμορφοι/sexy είναι, αγνοώντας το αν έχουν ταλέντο ή όχι – ονόματα δε θα πω, όσο κι αν «τρώγομαι»! Τέλος δε θέλω να αφήσω απ’ έξω τον τετράποδο Uggie (στην ταινία «Τζακ»), το σκύλο του Βάλενταϊν.
Το χαριτωμένο Jack Russell δεν είναι απλά μία «ατραξιόν» της ταινίας, αλλά ένας ακόμη χαρακτήρας με το δικό του ξεχωριστό «κομμάτι» στην ταινία.
Το «The Artist» ξεχώρισε σε όλες τις διοργανώσεις όπου ήταν υποψήφιο. Για την κατηγορία Καλύτερης Ταινίας αλλά και για τη Σκηνοθεσία ο Michel Hazanavicius κέρδισε μία Χρυσή Σφαίρα, ένα Βραβείο BAFTA κι ένα βραβείο Σεζάρ, καθώς κι ένα βραβείο BAFTA για το σενάριο. Η ταινία κέρδισε μία Χρυσή Σφαίρα και για τη μουσική της, ενώ η Bérénice Bejo κέρδισε για την ερμηνεία της το βραβείο Σεζάρ. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας Jean Dujardin στη συλλογή του κατέχει για την ερμηνεία του ένα βραβείο Σεζάρ, μία Χρυσή Σφαίρα κι ένα βραβείο BAFTA. Το peek φυσικά ήταν η διάκριση της ταινίας στα Oscar, όπου ο Michel Hazanavicius κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας κι ο Jean Dujardin το βραβείο για τον Α’ Ανδρικό Ρόλο, ενώ ο παραγωγός της ταινίας Thomas Langmann παρέλαβε το Βραβείο της Καλύτερης Ταινίας.
Εδώ να σημειώσουμε πως το «The Artist» είναι η πρώτη γαλλική ταινία που κερδίζει το Oscar καλύτερης ταινίας, η πρώτη βωβή ταινία που κερδίζει Oscar μετά από χρόνια (τελευταία ήταν το «Wings» το 1927) και η πρώτη ασπρόμαυρη ταινία από το 1993 που είχε βραβευτεί η «Λίστα του Σίντλερ».
Πρωταγωνιστούν: Jean Dujardin, Bérénice Bejo, John Goodman, James Cromwell, Penelope Ann Miller κ.α.
Την Πέμπτη 7 Μαρτίου το St. George Lycabettus διοργανώνει μια ξεχωριστή ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ με Live μουσική στο La Suite Lounge.
Θα γευθούμε Παραδοσιακές γεύσεις από τη Βραζιλία Epadinhas , Palmitos και Churrasco (Παραδοσιακό barbeque)
Θα πιούμε Caipirinia (το εθνικό ποτό της Βραζιλίας) και
θα απολαύσουμε Βραζιλιάνικα τραγούδια από την Ελληνοβραζιλιάνα Κατερίνα Πολέμη με διεθνή καριέρα. (www.katerinapolemi.com)
Το μενού προσφέρεται στην ειδική τιμή 36€ κατ’ άτομο (το κρασί συμπεριλαμβάνεται)
Ποιά είναι η Κατερίνα Πολέμη….
Η Κατερίνα γεννήθηκε στο Λονδίνο από Βραζιλιάνα μητέρα και Έλληνα πατέρα. Σπούδασε μουσική στο φημισμένο Berklee College of Music στις ΗΠΑ οπού έζησε 5 χρόνια. Το 2011 ηχογράφησε το πρώτο της δίσκο και από τότε κάνει συναυλίες στη Βοστόνη, Νέα Υόρκη, Βραζιλία και Ελλάδα. Πέρα από τα αναρίθμητα μικρά τζαζ μπαρ ανά τον κόσμο, έχει τραγουδήσει στο Carnegie Hall, στο Boston Symphony Hall, στο Hatch Shell of Boston και το Regatta Bar. Φέτος έκανε την πρώτη της συμμετοχή στο χώρο του θεάτρου γράφοντας την μουσική για την παράσταση “Ευρυδίκη” που παίζετε στο Θέατρο Πορεία, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου. Τέλος, το 2013 θα γράψει τη μουσική του έργου Μικρά Αγγλία σε σκηνοθεσία Παντελή Βούλγαρη και σενάριο της Ιωάννας Καρυστιάννη.
Το αφιέρωμά μας στις ταινίες που βραβεύτηκαν με Oscar φτάνει σήμερα στο τέλος του, μια που απόψε, την ώρα που – πιθανώς – οι πιο πολλοί θα είμαστε μεταξύ έκτου και δέκατου τέταρτου ονείρου, θα πραγματοποιηθεί η 85η Τελετή Απονομής των βραβείων της Ακαδημίας. Και νομίζω πως το πιο κατάλληλο φινάλε θα ήταν να μιλήσουμε για μία ταινία η οποία ξεχώρισε ως η ταινία της χρονιάς αλλά και για τη σκηνοθεσία της.
Ο Πρίγκιπας Αλβέρτος (Colin Firth), δούκας του Γιορκ, λόγω ενός προβλήματος στην ομιλία του που τον αναγκάζει να τραυλίζει, απέφευγε τις δημόσιες εμφανίσεις. Όταν όμως ο διάδοχος Πρίγκιπας Εδουάρδος Η’ (Guy Pierce) παραιτείται από το θρόνο εξαιτίας ενός σκανδάλου, θα κληθεί ο Πρίγκιπας Αλβέρτος να πάρει τη θέση του. Πράγμα που σημαίνει πως πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημά του. Έτσι με την προτροπή της συζύγου του, Ελισάβετ (Helena Bonham Carter) θα συναντήσει τον Αυστραλό ειδικό σε παθήσεις σαν τη δική του, Λάιονελ Λογκ (Geoffrey Rush). Οι κάπως ανορθόδοξες μέθοδοι του γιατρού στην αρχή θα ξενίσουν τον Πρίγκιπα Αλβέρτο αλλά η σχέση των δύο ανδρών θα βοηθήσει στον εντοπισμό της πηγής του προβλήματος και στη συνέχεια στην αντιμετώπισή του.
Ο «Λόγος του Βασιλιά» είναι μία ταινία εποχής σε σενάριο του David Seidler και σκηνοθεσία του Tom Hooper, ο οποίος φέτος διαγωνίζεται στα Oscar για τους μουσικούς του «Άθλιους». Με φόντο την Αγγλία σε μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της Ιστορίας της (λίγο πριν τη συμμετοχή της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο), ο Tom Hooper σκηνοθετεί μία ατμοσφαιρική ταινία με επίκεντρο την υπερπροσπάθεια του Πρίγκιπα Αλβέρτου – και μετέπειτα Βασιλιά Γεωργίου ΣΤ’ – ώστε να μη γίνει περίγελος ανεβαίνοντας στο θρόνο και φυσικά ώστε οι ομιλίες του να αγγίξουν το λαό. Χαρακτηριστικός επίσης είναι ο τρόπος προσέγγισης του Πρίγκιπα Αλβέρτου από μία – ας την πούμε – «κοινή θνητή» οπτική, μια που η συνεργασία του με το Λογκ θα τον αναγκάσει να αφήσει στην άκρη τον «αέρα» του γαλαζοαίματου θα τον αλλάξει ριζικά όχι μόνο επιλύοντας τις δυσκολίες στην ομιλία του, αλλά και μετατρέποντας όλην του τη νοοτροπία όσον αφορά το πώς πρέπει να είναι ένας άξιος μονάρχης.
Φυσικά η φυσιογνωμία του Colin Firth που υποδύεται τον Πρίγκιπα Αλβέρτο βοηθάει κατά πολύ το θεατή ώστε να δεχτεί πως κι ο Βασιλιάς ακόμη έχει ανθρώπινες αδυναμίες. Ο Firth ερμηνεύει ίσως το ρόλο της ζωής του σε αυτήν την ταινία, πράγμα που ίσως οι περισσότεροι το αναμέναμε, καθώς κατά βάση τον γνωρίσαμε – και μας άρεσε! – σε «classy» ερμηνείες, όπως εκείνος του John Worthing στο “Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός» του 2002. Η Helena Bonham Carter αφήνει για λίγους τους σουρεάλ χαρακτήρες της από τις ταινίες του Tim Burton κι ενσαρκώνει τη Βασίλισσα Ελισάβετ (όχι αυτήν που πήδηξε από το ελικόπτερο, με τον 007 στην Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου, αλλά τη μαμά!) με μεγάλη επιτυχία, ενώ για το χαρακτήρα του Λογκ δε θα μπορούσε να επιλεχθεί κάποιος άλλος από τον Geoffrey Rush.
Η ταινία ήταν υποψήφια σε δώδεκα κατηγορίες των Oscar, βγαίνοντας νικήτρια σε τέσσερις πολύ σημαντικές: ο Colin Firth κέρδισε το Βραβείο για τον Α’ Ανδρικό Ρόλο, ο David Seidler διακρίθηκε για το Πρωτότυπο Σενάριό του, ο Tom Hooper για τη σκηνοθεσία του κι οι παραγωγοί της ταινίας Iain Canning, Emile Sherman και Gareth Unwin παρέλαβαν από ένα αγαλματάκι έκαστος, καθώς ο «Λόγος του Βασιλιά» αναδείχθηκε ως η Καλύτερη Ταινία.
Πρωταγωνιστούν: Colin Firth, Geoffrey Rush, Helena Bonham Carter, Michael Gambon, Guy Pierce κ.α.
Μία στις τέσσερις ερωτηθείσες γυναίκες, ο γάμος είναι η απόλυτη δέσμευση, ακόμα πιο ουσιαστική κι από το να αποκτήσεις παιδιά με κάποιον! Μάλιστα οι γυναίκες χάνουν την υπομονή τους μετά τα 2,5 χρόνια σχέσης και θα παρατούσαν τον σύντροφό τους στα 5 χρόνια, αν δεν είχε κάνει την Πρόταση.
Και μάλιστα τέτοια μέρα, τα ερωτήματα αυτά βαραίνουν περισσότερο από κάθε άλλη χρονική περίοδο τους άνδρες! Γιατί ναι μεν θέλουν να κάνουν την Προταση αλλα πώς να φτιάξουν την ιδανική ατμόσφαιρα; Και πότε είναι η κατάλληλη στιγμη;
Σύμφωνα με μία νέα μελέτη, ο άνδρας θα πρέπει να κάνει την πολυπόθητη πρόταση γάμου στην αγαπημένη του, μετά από δυο χρόνια σχέσης, σε μία ερημική παραλία, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου.
Από τις 2.000 ερωτηθείσες, μία στις τέσσερις (22%) επιθυμεί κάτι τέτοιο,ακόμα κι αν είναι υπερβολικά αναμενόμενο και στημένο.
Ανδρες: για να διασφαλίσετε ότι θα πεί “ναι”, θα πρέπει να υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης (332%), μία ρομαντική ατμόσφαιρα (21%)και να “πέσετε στα γόνατα” (20%).
Μόνο μία στις δέκα θεωρεί ότι ένα ακριβό δαχτυλίδι θα ήταν ο πιο σημαντικός λόγος για να δεχτεί, και το 30% θα περίμενε από τον άνδρα να το διαλέξει μόνος του, ενώ το 62% θα το διάλεγαν μαζί.
Γυναίκες και άνδρες συμφωνούν ότι θα πρέπει να έχουν υπάρξει τουλάχιστον τρεις δεσμούς πριν “αποκατασταθείτε”, ενώ το 8% υποστηρίζει ότι δέκα θα ήταν ένα πιο ρεαλιστικό νούμερο, για τα σημερινά δεδομένα.
Το να έχετε μοιραστεί τρία ραντεβού την εβδομάδα ,τουλάχιστον δύο καλοκαιρινές διακοπές και κοινά οικογενειακά δείπνα κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων, είναι ένα καλό τεστ για το αν θα αντέξει η σχέση σας μέσα στον χρόνο, σύμφωνα με το 1/3 των ερωτηθέντων.
Επιπλέον, καλό θα ήταν να ζητήσετε και “το χέρι” από τον πατέρα της, καθώς μία στις δέκα το θεωρεί βασική προϋπόθεση για να ανέβετε τα σκαλιά της εκκλησίας!
Ο Μέλβιν Γιούνταλ είναι ένας δημοφιλής συγγραφέας best seller. Δημοφιλής όσον αφορά τη δουλειά του, βέβαια, γιατί ως άνθρωπος όχι και τόσο. Είναι μισάνθρωπος, μικροβιοφοβικός, καταναγκαστικός κι ο κόσμος τον φοβάται. Η ζωή του, όμως θ’ αλλάξει όταν θα αναγκαστεί να αναλάβει το σκύλο του gay ζωγράφου και γείτονά του Σάιμον έπειτα από μία επίθεση εναντίον του κι όταν η Κάρολ, η μόνη σερβιτόρα του εστιατορίου όπου συχνάζει ο Μέλβιν που είναι ικανή να τον «ρεγουλάρει», αφήνει τη δουλειά της. Ενώ αρχικά ο Μέλβιν θα νιώσει πως η ζωή του όπως την ήξερε καταρρέει, θα αντιληφθεί πως ο τρόπος που αντιμετώπιζε τα πάντα γύρω του ήταν λάθος.
Το «Καλύτερα δε γίνεται» είναι μία ταινία που καθιστά απολαυστική τη «μεταμόρφωση» ενός κατά τ’ άλλα αντιπαθέστατου χαρακτήρα. Μία ιστορία όπου οι εξελίξεις ιντριγκάρουν και συγκινούν τους θεατές. Οι James L. Brooks και Mark Andrus υπογράφουν ένα σενάριο με ευρηματικές καταστάσεις όπου οι έξυπνες ατάκες… δίνουν και παίρνουν, ενώ ο Brooks αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία με επιτυχία, κάνοντας μοναδική κάθε σκηνή. Στο δε καστ παρελαύνει μία ξεχωριστή παρέα με «μπροστάρη» τον «τρελό» του Hollywood Jack Nicholson, ο οποίος πραγματικά μοιάζει λες κι ο χαρακτήρας του Μέλβιν δημιουργήθηκε αποκλειστικά για εκείνον. Η Helen Hunt εντυπωσιάζει στο ρόλο της Κάρολ, της γυναίκας που θα συντελέσει καθοριστικά στη μεταμόρφωση του Μέλβιν, ενώ όταν βλέπεις τον Greg Kinnear στο ρόλο του gay Σάιμον σκέφτεσαι «όσο ανάποδος και να είναι ένας άνθρωπος, πώς γίνεται να μην είναι συμπαθής μία φυσιογνωμία σαν το Σάιμον». Και πείτε μου με το χέρι στην καρδιά: έχετε ξανακούσει ΤΕΤΟΙΟ κομπλιμέντο; Και ποιος θα το έλεγε καλύτερα από τον τρελάρα Nicholson;
Η ταινία ήταν υποψήφια σε επτά κατηγορίες για τα Βραβεία Ακαδημίας (ταινία, πρωτότυπο σενάριο, μουσική, μοντάζ, Α’ ανδρικό ρόλο, Β’ ανδρικό ρόλο για τον Kinnear και Α’ γυναικείο). Και μπορεί το 1997 ο «Τιτανικός» του James Cameron να σάρωσε με 11 βραβεία στην 70η Τελετή Απονομής, αλλά τελικά ήταν δύο τα παγόβουνα που συνάντησε και δεν το άφησαν να μαζέψει κι άλλα βραβεία κι ακούγανε στα ονόματα Jack Nicholson και Helen Hunt!
Πρωταγωνιστούν: Jack Nicholson, Helen Hunt, Greg Kinnear, Cuba Gooding Jr., Shirley Knight κ.α.
Δεν μπορώ να σκεφτώ ένα πιο ρομαντικό χτένισμα πέρα από ένα όμορφο στέμμα της πλεξούδες…
Για εσάς που μπορεί να σας φοβίζουν οι περίτεχνες κομμώσεις, το μόνο που χρειάζεστε είναι μερικές πλεξούδες και πολλά τσιμπηδάκια για να τις συγκρατήσετε….Δεν ειναι τόσο δύσκολο για να το πετύχετε. Επίσης μπορείτε να παρακολουθήσετε βίντεο στο διαδίκτυο που δίνουν συμβουλές και σας καθοδηγούν βήμα-βήμα!
Για εσάς που τα μαλλιά σας φτάνουν μέχρι τον ώμο, ρίξτε μια ματιά στις παρακάτω φωτογραφίες και μπορεί να πάρετε μερικές ιδέες… Και η επανάληψη είναι ο καλύτερος τρόπος για την τελειοποίηση!
Πηγή:εδώ Honestly…WTF
Όταν το 1975 οι τρεις φίλοι, ο Τζίμι, ο Ντέιβ κι ο Σον έπαιζαν αμέριμνοι στο δρόμο της γειτονιάς τους στη Βοστόνη, τίποτα κακό δεν προμηνυόταν. Όταν, όμως, δύο άγνωστοι παρουσιάζονται σαν αστυνομικοί, παρασύρουν τον Ντέιβ και τον κακοποιούν σεξουαλικά μέχρι ο Ντέιβ να το σκάσει, οι ζωές των τριών φίλων θα στιγματιστούν επ’ αόριστον.
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, οι τρεις φίλοι φαίνεται να έχουν βρει το δρόμο τους. Ο Τζίμι (Sean Penn) έφτιαξε την οικογένειά του και διατηρεί ένα μαγαζί έχοντας αφήσει πίσω του ένα βεβαρυμμένο νομικό παρελθόν κι ο Ντέιβ (Tim Robbins) είναι παντρεμένος με την αδερφή του Τζίμι, Σελέστ (Marcia Gay Harden) και δουλεύει ως εργάτης, χωρίς όμως να έχει καταφέρει να ξεπεράσει την επώδυνη περιπέτειά του. Όταν η κόρη του Τζίμι (Emmy Rossum) βρεθεί δολοφονημένη κι ο Ντέιβ γυρίσει σπίτι του μέσα στα αίματα, όλα αλλάζουν. Οι υποψίες όλων πέφτουν στο Ντέιβ, ο Τζίμι δείχνει αποφασισμένος να τιμωρήσει με κάθε τρόπο το φονιά της κόρης του ενώ ο Σον (Kevin Bacon), αστυνομικός πλέον, καλείται να εξιχνιάσει την υπόθεση. Έτσι ξετυλίγεται μία ιστορία αμφιβολίας, τύψεων και γεμάτη ένοχα μυστικά, των οποίων οι επιπτώσεις θα είναι καθοριστικές για όλους, ιδίων των τριών ανδρών, όπου η φιλία τους θα περάσει το πιο δύσκολο τεστ: αυτό της εμπιστοσύνης.
Το «Σκοτεινό Ποτάμι» είναι ένα ατμοσφαιρικό ψυχολογικό θρίλερ, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Dennis Lehane, με τον Brian Helgeland να αναλαμβάνει την επιμέλεια του σεναρίου. Κι αν και προσωπικά δε μου είναι ιδιαιτέρως συμπαθής για τις κοινωνικές και πολιτικές του πεποιθήσεις, οφείλω να παραδεχτώ πως βγάζω το καπέλο στη σκηνοθεσία του Clint Eastwood, η οποία συνδυάζει αρμονικά το μυστήριο της δολοφονίας της Κέιτι και το δράμα των τριών φίλων, με αποτέλεσμα μία ταινία όπου κάθε σκηνή κρατά σ’ εγρήγορση το θεατή.
Φυσικά τα εύσημα παίρνει γι’ αυτό κι η συγκέντρωση ενός δυναμικού καστ ηθοποιών με συμμετοχές όπως του Sean Penn, του Tim Robbins και της Laura Linney (στο ρόλο της γυναίκας του Τζίμι). Κι αν λένε πως μία εικόνα ισούται με χίλιες λέξεις, φανταστείτε με πόσες ισούται ένα video. Συγκεκριμένα… δύο video! Να μία ιδέα, δύο από τις πιο καθηλωτικές σκηνές της ταινίας:
http://www.youtube.com/watch?v=-BhoAlF0xpg
Μην ξεχνάμε όμως, πως οι προτάσεις μας για DVD είναι… Οσκαρικές! Η ταινία ήταν υποψήφια στην 76η Απονομή των Βραβείων της Ακαδημίας στις κατηγορίες Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Διασκευασμένου Σεναρίου, Α’ Ανδρικού (Sean Penn), Β’ Ανδρικού (Tim Robbins) και Β’ Γυναικείου ρόλου (Marcia Gay Harden). And the Oscar(s) went tooooo…. Sean Penn and Tim Robbins!
Την ταινία, όμως, την ξεχώρισα και σας την προτείνω όχι μόνο για τη συγκλονιστική ερμηνεία του Sean Penn στο ρόλου του διψασμένου για εκδίκηση Τζίμι, αλλά κυρίως για τη μοναδική ερμηνεία του Tim Robbins, καθώς πραγματικά καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας δε μπορείς να καταλήξεις αν τελικά ο Ντέιβ είναι ένοχος για το φόνο της Κέιτι. Γι’ αυτό άλλωστε ο Tim Robbins, εκτός από το «θείο» Oscar, εξασφάλισε και μία Χρυσή Σφαίρα, το βραβείο του Σωματείου των Ηθοποιών (SAG), καθώς και μία υποψηφιότητα στα βραβεία BAFTA με τη συμμετοχή του στο «Σκοτεινό Ποτάμι».
Πρωταγωνιστούν: Sean Penn, Tim Robbins, Kevin Bacon, Laura Linney, Marcia Gay Harden, Laurence Fishburne κ.α.
Το μουσείο που είναι διάσημο για την αρχιτεκτονική του θα επεκταθεί και θα μεγαλώσει και άλλο τη κυκλική του πορεία. Ίσως ο αρχιτέκτονας του Solomon Guggenheim να διαφωνούσε με αυτό, αλλά δεν πρόκειται να τον ρωτήσει κάνεις, αφού δεν είναι πλέον ανάμεσα μας και τον αφήνουν από εκεί ψηλά να φωνάζει χωρίς να ακούν τις αντιρρήσεις του.
Οι διάσημες ράμπες του θα συνεχίσουν την άνοδό τους προς την “ολοκλήρωση” του αίθριου με την γυάλινη οροφή. Η ανύψωση του Guggenheim θα οδηγήσει στο σχηματισμό ενός εσωτερικού κώνου στην κορυφή του οποίου η κυκλική ράμπα θα γίνει ένα ομοιογενές επίπεδο, ο τελευταίος όροφος του μουσείου. Η γυάλινη οροφή θα λειτουργεί ως μια πηγή φωτός, απ όπου θα μπαίνουν οι ακτίνες του ηλίου.
Ωστόσο, το Μουσείο Guggenheim είναι ένα αρχιτεκτονικό icon , τόσο εμβληματικό στο μυαλό μας, που δεν μπορεί πλέον να αγγιχτεί από τους αρχιτέκτονες! Ακόμη κι αν ο δημιουργός του πρότεινε μια εναλλαγή της μορφής του, οι Νεοϋορκέζοι ξαφνικά θα αισθάνονται σαν να έχουν χάσει έναν αγαπητό παλιό φίλο.
Το «Oiio» αρχιτεκτονικό γραφείο στη Νέα Υόρκη (και στην Αθήνα) έχει καταλήξει σε ένα σχέδιο για την επέκταση, του Frank Lloyd Wright με επέκταση της σπειροειδούς μορφή του στον ουρανό.
“Τι θα συμβεί αν αποφασίσουμε ότι έπρεπε να έχουμε λίγο περισσότερο Guggenheim;” Μήπως δείχνουν ότι αμφισβητούν τους αρχιτέκτονες, των οποίων τα σχέδια έχουν μια δομή με σχεδόν τρεις φορές περισσότερα πατώματα;
Η επέκταση θα συνεχίσει την πορεία του Guggenheim μέσω δεκατριών επιπλέον ορόφων, τελειώνοντας με ένα πλήρες κυκλικό πάτωμα στο ανώτατο επίπεδο. Η θολωτή γυάλινη οροφή θα πρέπει να αφαιρεθεί από την τρέχουσα θέση της και να ανακατασκευαστεί για τη νέα στέγη.
Το “Oiio” ονομάζει το έργο «Επέκτασης της Ιστορίας του Guggenheim», ως σημείο αναφοράς για το απίθανο, αν και εφόσον θα μπορούσε ποτέ να γίνει κάτι παρόμοιο.